Την Κυριακή 7 Απριλίου το Δ Σώμα Στρατού με δυο εκδηλώσεις θα εορτάσει την 76η Επέτειο της Μάχης των Οχυρών αποτίνοντας ελάχιστο φόρο τιμής στους αγωνιστές των οχυρών στο Νυμφαίο (Κομοτηνή) και τον Εχίνο (Ξάνθη) που έδωσαν τη ζωή τους και κράτησαν αντίσταση μέχρι τέλους, μη θέλοντας να παραδώσουν την πατρίδα στα γερμανικά στρατεύματα. Στο προσκλητήριο των νεκρών, μετά την επιμνημόσυνη δέηση, οι μνήμες θα ανατρέξουν πίσω, στο ιστορικό παρελθόν που κάθε χρόνο ζωντανεύει, θυμίζοντας σε όλους όχι μόνο στις δύσκολες μέρες της γερμανικής κατοχής στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά κυρίως την αντίσταση που επέδειξαν οι Έλληνες στρατιώτες μέσα από τα στρατηγικής σημασίας οχυρά κατά μήκος της Γραμμής Μεταξά.

«Τον Απρίλιο του 1941, η είδηση πως οι Γερμανοί κατέλαβαν την κοιλάδα του Αξιού και προελαύνουν για τη Θεσσαλονίκη, «τρόμαξε» τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της Καβάλας. Έβλεπαν ότι δεν θα μπορούσαν να φύγουν δια ξηράς, αν και οι εντολές από την κυβέρνηση και το αρχηγείο στρατού, ήταν να παραμείνουν στις θέσεις τους», εξηγεί ο ιστορικός ερευνητής Κώστας Παπακοσμάς.

Στα οχυρά γράφτηκε μια λαμπρή πολεμική ιστορία

Η γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας εκδηλώθηκε στις 05:15 το πρωί της 6ης Απριλίου 1941, νωρίτερα δηλαδή από την 06:00 που αναφερόταν στη γερμανική διακοίνωση που επιδόθηκε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρεσβευτή πρίγκιπα Έρμπαχ. Η υλική υπεροχή των Γερμανών, σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού), «αντισταθμιζόταν» από την ελληνική οχύρωση, το υψηλότατο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και την υποτίμηση των παραγόντων αυτών από τους Γερμανούς. Οι μάχες εξελίχθηκαν από ανατολικά προς δυτικά. Στη Θράκη οι δυνάμεις των ταξιαρχιών Έβρου και Νέστου συμπτύχθηκαν με αποτέλεσμα τα οχυρά Νυμφαία και Εχίνος να περικυκλωθούν, ήδη από τις πρώτες ώρες της 6ης Απριλίου.

Παρά τον σφοδρό βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας και τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του πεζικού, τα οχυρά άντεξαν όλη την ημέρα και ανάγκασαν τους Γερμανούς να τα παρακάμψουν και να κινηθούν νοτιότερα. Δυτικότερα, στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου, η επίθεση της 72ης γερμανικής Μεραρχίας επικεντρώθηκε κυρίου στα δυτικά της τοποθεσίας, όπου υπήρχαν οι κύριες οδεύσεις που οδηγούσαν προς Δράμα και Σέρρες. Την περιοχή υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του Συγκροτήματος Καραντάγ της XIV Μεραρχίας και η VII Μεραρχία. Το κύριο βάρος της επίθεσης από τέσσερα γερμανικά τάγματα δέχτηκαν τα οχυρά Λίσσε, Πυραμιδοειδές (που ήλεγχαν την οδό προς Δράμα) και Περιθώρι, Μαλιάγκα (που ήλεγχαν την οδό προς Κάτω Βροντού – Σέρρες). Οι γερμανικές δυνάμεις πεζικού υποστηρίζονταν από πυροβόλα εφόδου και πυροβολικό, αλλά δεν είχαν αεροπορική κάλυψη. Όλες οι κατά μέτωπο επιθέσεις των Γερμανών και οι προσπάθειες διείσδυσης αποκρούστηκαν από τα πυρά των οχυρών και του ελληνικού πυροβολικού.

Η κατασκευή των οχυρών

Οι περιοχές της Μακεδονίας – Θράκης μετά την κατάληψή τους από τον ελληνικό στρατό την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων αλλά και της έλευσης των προσφύγων το 1922 βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση από έργα υποδομής. Οι μετακινήσεις πληθυσμών είχαν δημιουργήσει μια ρευστή πληθυσμιακή κατάσταση, ενώ η πολιτική αστάθεια και η οικονομική δυσπραγία του κράτους δεν έδωσαν την ευκαιρία για την κατασκευή έστω στοιχειωδών υποδομών. Άρα, μέσα στο σχεδιασμό των οχυρώσεων έπρεπε να προβλεφθεί και η στοιχειώδης επικοινωνία των οχυρών με οδικούς άξονες, επικοινωνίες και σημεία αποθήκευσης – μεταφοράς. Τα προβλήματα αυτά έπρεπε να επιλυθούν παράλληλα με την κατασκευή των έργων.

Η κατασκευή της οχυρώσεως των συνόρων προέκυψε αμέσως μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων. Ο σχεδιασμός τους πέρασε από διάφορα στάδια που επηρεάζονταν από τις διάφορες πολιτικές εξελίξεις και τη διάθεση οικονομικών πόρων, την απόφαση όμως και την πραγμάτωση έλαβε και ολοκλήρωσε η κυβέρνηση Μεταξά. Ήταν έργο στρατιωτικών επιτροπών κατά τον σχεδιασμό, αλλά και η επίβλεψη της προόδου των έργων γινόταν από στρατιωτικές υπηρεσίες. Μία παράμετρος των έργων ήταν η συμμετοχή ελληνικών εταιρειών – βιομηχανιών, καθώς και του τεχνικού κόσμου της εποχής για την επίλυση προβλημάτων που προέκυψαν από την ιδιαιτερότητα του πρωτόγνωρου για τα ελληνικά δεδομένα έργου.

Οχυρά από ελληνικά χέρια

Ελληνικά χέρια, ελληνικά λεφτά, ελληνική διευθυντική οργάνωση κι ελληνική τεχνογνωσία, κατασκεύασαν (πριν από πολλές δεκαετίες) ένα μέγιστο τεχνικό έργο: Την οχύρωση των βορείων συνόρων της χώρας, κατασκευασμένη απ’ τον Ελληνικό Στρατό κι απ’ τους Έλληνες μηχανικούς.

Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Μηχανικού του ΓΕΣ, στη συνοριακή γραμμή Ελλάδας – Βουλγαρίας, κατασκευάσθηκαν συνολικά 21 οχυρά. Το καθένα τους ήταν ένα περίκλειστο έργο ικανό να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση, με επιφανειακά έργα βολής και με ποικίλα άλλα υπόγεια έργα εγκαταστάσεων υποστήριξης (διοικητήριο, θάλαμοι, διαβιβάσεις, μαγειρεία, αποθήκες κάθε είδους, δεξαμενές, νοσοκομείο, συστήματα αερισμού και φωτισμού, αποχετεύσεις κλπ.). Ανάμεσα σε κάθε οχυρό προς τα γειτονικά του και προς τη μεθόριο, είχαν κατασκευαστεί έργα εκστρατείας και θέσεις μάχης για την επιβράδυνση του εχθρού, μαζί με ισχυρά αντιαρματικά κωλύματα, οδικό δίκτυο κλπ.