ΚΟΣΜΟΣ
Η Ρωσία εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για την πρωθυπουργό της Εσθονίας για βεβήλωση σοβιετικών μνημείων

Ένταλμα σύλληψης κατά του πρωθυπουργού της Εσθονίας, Κάγια Κάλας, εξέδωσαν οι αρχές της Ρωσίας, μη διευκρινίζοντας ακριβώς τη φύση του αδικήματος, αν και πηγές αναφέρουν ότι η δίωξη αφορά σε βεβήλωση σοβιετικών μνημείων.
Συγκεκριμένα, η Κάλας διώκεται στη Ρωσία σε “ποινική υπόθεση”, αναφέρεται σε αυτήν την ανακοίνωση, στην οποία δεν διευκρινίζεται το είδος του εγκλήματος ή αδικήματος για το οποίο κατηγορείται η πρωθυπουργός της Εσθονίας.
Εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν επίσης σε βάρος του υπουργού Εξωτερικών της Εσθονίας Τάιμαρ Πέτερκοπ, όπως και του υπουργού Πολιτισμού της Λιθουανίας Σιμόνας Κάιρις.
Ρωσική πηγή ασφαλείας, την οποία επικαλέστηκε χωρίς να την κατονομάσει το ρωσικό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, δήλωσε ότι οι τρεις αξιωματούχοι χωρών της Βαλτικής διώκονται για “καταστροφή και πρόκληση ζημιάς σε μνημεία για τους σοβιετικούς στρατιώτες” του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα τελευταία χρόνια πολλά από τα μνημεία που είχαν ανεγερθεί επί Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποξηλώθηκαν στις χώρες της Βαλτικής, σε ένδειξη απόρριψης της σοβιετικής περιόδου, καθώς τα κράτη αυτά θεωρούν ότι ήταν υπό την κατοχή της πρώην ΕΣΣΔ.
Ρωσική μειονότητα διαμένει στην Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, τις τρεις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που είναι σήμερα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και έχουν τεταμένες σχέσεις με τη Μόσχα.
Οι σχέσεις αυτές οξύνθηκαν κι άλλο με τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες θεωρούν πραγματική την απειλή μιας ρωσικής εισβολής, υποστηρίζουν ενεργά το Κίεβο στη μάχη του κατά του ρωσικού στρατού.
Την περασμένη εβδομάδα, οι πρέσβεις των τριών χωρών κλήθηκαν στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, καθώς οι ρωσικές αρχές τις κατηγορούν ότι “σαμποτάρουν” τις ρωσικές προεδρικές εκλογές του Μαρτίου, αρνούμενες να εγγυηθούν την ασφάλεια εκλογικών τμημάτων στις ρωσικές πρεσβείες στις επικράτειές τους.
Στα μέσα Ιανουαρίου, η Λετονία και η Εσθονία αποφάσισαν να τερματίσουν τις συμφωνίες νομικής συνδρομής με τη Ρωσία και οι αξιωματούχοι των δύο χωρών επικαλέστηκαν ως λόγο την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Νωρίτερα, τον ίδιο μήνα ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι είχε κάνει περιοδεία στις χώρες της Βαλτικής.
Επίσης τον Ιανουάριο, η Εσθονία αρνήθηκε να παρατείνει την άδεια παραμονής του επικεφαλής της Εσθονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας, ο οποίος είναι Ρώσος πολίτης, κρίνοντας ότι αντιπροσωπεύει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.
Για “εχθρικές ενέργειες” κατηγορεί το Κρεμλίνο τους αξιωματούχους χωρών της Βαλτικής Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε σήμερα ότι η Εσθονή πρωθυπουργός καταζητείται από τις ρωσικές αρχές για εχθρικές ενέργειες σε βάρος της Ρωσίας και τη “βεβήλωση της ιστορικής μνήμης”.
Αναφερόμενος εν γένει στους αξιωματούχους των χωρών της Βαλτικής κατά των οποίων εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης από τις ρωσικές αρχές, ο Πεσκόφ σημείωσε ότι “οι άνθρωποι αυτοί ευθύνονται για αποφάσεις που συνιστούν ντε φάκτο προσβολή της Ιστορίας, είναι άνθρωποι που διεξάγουν εχθρικές ενέργειες κατά της ιστορικής μνήμης, κατά της χώρας μας”.
Οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες φοβούνται τις στρατιωτικές φιλοδοξίες του Κρεμλίνου, θεωρούν ότι τελούσαν υπό την κατοχή της πρώην ΕΣΣΔ, ενώ η Μόσχα θεωρεί ότι τις απελευθέρωσε και κρίνει οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση “παραποίηση της Ιστορίας”, κάτι το οποίο συνιστά έγκλημα στη Ρωσία.
Πηγή: Newsit.gr
ΚΟΣΜΟΣ
Ρούμπιο: Οι ΗΠΑ ενδέχεται να αποχωρήσουν από τις προσπάθειες ειρήνευσης στην Ουκρανία

Στον απόηχο κρίσιμων διαβουλεύσεων στο Παρίσι, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάρκο Ρούμπιο, προειδοποίησε πως η αμερικανική προσπάθεια για μεσολάβηση σε μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας πλησιάζει στο τέλος της, εάν δεν προκύψουν σύντομα σημάδια προόδου.
Όπως τόνισε από τη γαλλική πρωτεύουσα, οι ΗΠΑ «θα σταματήσουν να προσπαθούν» εάν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία. «Αν δεν είναι δυνατόν να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, πρέπει να προχωρήσουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους λίγο πριν επιστρέψει στην Ουάσινγκτον.
«Ο Τραμπ έχει άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες»
Ο Ρούμπιο μετέφερε τη θέση του πρώην Προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για τις εκλογές του Νοεμβρίου, Ντόναλντ Τραμπ, ότι η Ουάσινγκτον παραμένει πρόθυμη να μεσολαβήσει, ωστόσο ο χρόνος εξαντλείται: «Ο Πρόεδρος ενδιαφέρεται για μια λύση, αλλά έχει και άλλες προτεραιότητες σε όλο τον κόσμο. Αν δεν προχωρήσουμε, θα εστιάσουμε αλλού».
Σημαντικό μέρος των διαβουλεύσεων στο Παρίσι αφορούσε έναν προσχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας που παρουσιάστηκε τόσο σε Ευρωπαίους και Ουκρανούς αξιωματούχους όσο και στον Ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε λόγο για «ενθαρρυντική υποδοχή», χωρίς όμως να αποκαλύψει λεπτομέρειες του σχεδίου.
Ο ρόλος των Ευρωπαίων
Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ επεσήμανε ότι χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο-κλειδί στην επίτευξη προόδου: «Οι ιδέες τους είναι χρήσιμες και εποικοδομητικές. Πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν να φτάσουμε πιο κοντά σε μια επίλυση».
«Δεν είναι δικός μας πόλεμος»
Σε πιο αιχμηρό τόνο, ο Ρούμπιο επανέλαβε τη ρητορική Τραμπ, αποστασιοποιώντας την Ουάσινγκτον από την απευθείας εμπλοκή: «Δεν είναι δικός μας πόλεμος. Δεν τον ξεκινήσαμε. Βοηθήσαμε την Ουκρανία επί τρία χρόνια. Τώρα όμως φτάνουμε σε σημείο που πρέπει να διαπιστώσουμε αν υπάρχει προοπτική λύσης».
Ο ίδιος ανέφερε ότι για 87 ημέρες, η κυβέρνηση Τραμπ «στο υψηλότερο επίπεδο», προσπαθεί ενεργά να επιτύχει ένα τέλος στον πόλεμο και πως οι επόμενες μέρες θα κρίνουν αν αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί ή θα εγκαταλειφθεί.
Το διακύβευμα
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία διανύει τον τρίτο χρόνο του και η διεθνής κοινότητα δείχνει να αναζητά διέξοδο σε ένα αδιέξοδο, η στάση των ΗΠΑ και η προοπτική αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις στέλνουν ισχυρό μήνυμα προς όλες τις πλευρές: είτε θα υπάρξει σύγκλιση, είτε ο πόλεμος θα παραμείνει ένα ανοιχτό, και ενδεχομένως παγιωμένο, μέτωπο στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.
ΚΟΣΜΟΣ
Made in China… και η πολυτέλεια γκρεμίστηκε

Αν ονειρευόσασταν μια τσάντα Birkin αλλά σας έλειπαν 38.000 δολάρια και η διάθεση να περιμένετε μήνες σε λίστες αναμονής, ίσως ήρθε η στιγμή που το όνειρο γίνεται… προσβάσιμο. Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα δεν προκαλεί μόνο ζημιές, αλλά και αποκαλύψεις. Και αυτές είναι ικανές να αλλάξουν όσα ξέραμε για τις μάρκες πολυτελείας.
Όταν η πολυτέλεια φοράει «Made in China»
Η Κίνα έχει στα χέρια της ένα ισχυρό χαρτί: περίπου το 80% της παγκόσμιας παραγωγής ειδών πολυτελείας γίνεται εντός των συνόρων της. Gucci, Hermès, Dior, Chanel, Ferragamo, Ralph Lauren, Tom Ford, Jimmy Choo – όλοι παράγουν ρούχα, τσάντες, παπούτσια και αξεσουάρ στην Κίνα, τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονται στην Ευρώπη για να προστεθούν απλώς τα logos.
Μέχρι πρόσφατα, το Πεκίνο προσπαθούσε να συμμορφωθεί με τις διεθνείς απαιτήσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, έχοντας θεσπίσει αυστηρούς νόμους, ποινικές ρήτρες και διαδικασίες για να προστατεύει τα brands από απομιμήσεις. Όμως, η ένταση με τις ΗΠΑ οδήγησε σε μια απότομη ανατροπή.
Το σχέδιο Li Qiang: Αντιγραφή ως αντίποινα
Στις αρχές Απριλίου, ο Κινέζος πρωθυπουργός Li Qiang ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων-απάντηση στους αμερικανικούς δασμούς. Ένα από αυτά, ίσως το πιο ηχηρό, ήταν η πρόβλεψη για δυνατότητα κινεζικών εταιρειών να αναπαράγουν προϊόντα αμερικανικών εμπορικών σημάτων — ακόμα και με τις ίδιες προδιαγραφές.
Το σημαντικό είναι πως δεν πρόκειται για πρόχειρες απομιμήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Πεκίνο εξετάζει το ενδεχόμενο να επιτρέψει την παραγωγή αυθεντικών ειδών πολυτελείας χωρίς την ετικέτα τους, χρησιμοποιώντας τα ίδια εργοστάσια, τα ίδια υλικά και τους ίδιους τεχνίτες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των “πρωτότυπων”. Μιλάμε δηλαδή για ακριβώς τα ίδια προϊόντα, χωρίς τη “μαγεία” του ονόματος.
Τα κόστη που σοκάρουν
Αναλύσεις κοστολόγησης δείχνουν ότι οι εμβληματικές Birkin της Hermès έχουν κόστος κατασκευής μόλις 1.400 δολάρια, αλλά πωλούνται από 38.000 μέχρι και 2 εκατομμύρια. Αθλητικά παπούτσια από Nike, Adidas και Puma κοστίζουν 10 δολάρια στην παραγωγή και φτάνουν στα 150 δολάρια στο λιανικό εμπόριο. Αντίστοιχες αναλογίες εντοπίζονται σε μάρκες όπως Michael Kors, Calvin Klein, Tom Ford και Jimmy Choo.
Το ίδιο ισχύει και για τα καλλυντικά. Προμηθευτές όπως η Thai Ho Group είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή προϊόντων Dior, Lancome και L’Oréal, με κόστος μόλις 5 δολάρια ανά μονάδα. Όλα αυτά καταλήγουν στις ευρωπαϊκές αγορές με τιμές που δεκαπλασιάζονται ή και εικοσαπλασιάζονται, αφού περάσουν από τις απαραίτητες… επωνυμίες.
Η μετάβαση από τη διακριτική πολυτέλεια στην παραγωγική διαφάνεια
Αυτό που αποκαλύπτεται πλέον είναι ότι η «πολυτέλεια» στηρίζεται όχι στην ποιότητα ή στη σπανιότητα, αλλά στην αίσθηση αποκλειστικότητας και την επιτυχία του branding. Οι ίδιοι εργάτες, τα ίδια υλικά, τα ίδια εργοστάσια παράγουν τα ίδια προϊόντα με και χωρίς logo — αλλά η τιμή αλλάζει δραματικά.
Πολλές εταιρείες που επηρεάζονται από την κινεζική στροφή ανησυχούν ότι η αγορά τους απειλείται. Ralph Lauren, Tom Ford, Coach, Jimmy Choo και άλλοι κολοσσοί φοβούνται ότι θα δουν μια «νόμιμη πλημμυρίδα» δικών τους προϊόντων να διατίθενται στο κόστος παραγωγής.
Όταν η ηθική συναντά την οικονομία
Η στροφή της Κίνας θυμίζει την τακτική της Ρωσίας μετά τις κυρώσεις του 2022, όταν και νομιμοποίησε τις παράλληλες εισαγωγές χωρίς έλεγχο πνευματικής ιδιοκτησίας. Τώρα, η Κίνα απειλεί να κινηθεί με παρόμοιο τρόπο: όχι απλώς αγνοώντας τα brands, αλλά χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα εργαλεία — την παραγωγική βάση.
Πέρα όμως από το οικονομικό σκέλος, η συζήτηση έχει ανοίξει σε βαθύτερα ερωτήματα: Τι είναι τελικά η πολυτέλεια; Αν δύο ίδια προϊόντα κατασκευάζονται με τα ίδια πρότυπα, αλλά το ένα κοστίζει 50 φορές περισσότερο λόγω του λογότυπου, τότε ποια είναι η πραγματική του αξία;
ΚΟΣΜΟΣ
ΗΠΑ – Κίνα: Το στρατηγικό δίλημμα του Τραμπ

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του στον Λευκό Οίκο, πολλοί πίστεψαν ότι θα επιχειρούσε να διαχειριστεί τις βαθιές διαφορές με την Κίνα. Η ρητορική του ίδιου και των συνεργατών του έδειχνε αρχικά διάθεση να επιλυθούν κρίσιμα ζητήματα όπως οι εμπορικές διαφορές, η ένταση στην Ταϊβάν, η παραγωγή φαιντανύλης και η τύχη του TikTok.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του στους New York Times ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Σάνγκερ, η πραγματικότητα σήμερα απέχει πολύ από αυτές τις προσδοκίες.
Η στρατηγική σύγχυση και ο διχασμός στον Λευκό Οίκο
Σύμφωνα με τον Σάνγκερ, ο Λευκός Οίκος παραμένει διχασμένος για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριστεί τη σχέση με το Πεκίνο. Οι εμπορικοί δασμοί τέθηκαν σε εφαρμογή πριν καν υπάρξει ενιαία στρατηγική ή σαφής ιεράρχηση προτεραιοτήτων.
Άλλοι αξιωματούχοι προωθούν την ιδέα εξαναγκασμού της Κίνας μέσω εμπορικής πίεσης, ενώ άλλοι βλέπουν στον Τραμπ έναν ηγέτη που επιδιώκει μια αυτάρκη αμερικανική οικονομία, ανεξάρτητη από τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλο.
Ο Ρας Ντόσι, καθηγητής στο Τζόρτζταουν και μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, σχολιάζει:
«Δεν έχουν ακόμη στρατηγική. Έχουν ασύνδετες τακτικές».
Κλιμάκωση χωρίς σαφή κατεύθυνση
Παρά τις εξαγγελίες για εξαιρέσεις σε εμπορικά αγαθά, ο Τραμπ εξετάζει νέους δασμούς σε κρίσιμα προϊόντα όπως τσιπ υπολογιστών και φαρμακευτικά είδη. Το Πεκίνο απαντά ελεγχόμενα, αναστέλλοντας εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών, θέλοντας να δείξει ότι μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα Νίκολας Μπερνς δηλώνει πως η κατάσταση συνιστά «μία από τις σοβαρότερες κρίσεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας από το 1979», όταν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις.
Το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι ποιος από τους δύο ηγέτες –ο Τραμπ ή ο Σι Τζινπίνγκ– θα κάνει πρώτος πίσω, πολιτικά και οικονομικά.
Από τον Νίξον στον Τραμπ: Μια διαχρονική πρόκληση
Η διαχείριση της σχέσης ΗΠΑ – Κίνας δεν είναι εύκολη υπόθεση για καμία αμερικανική κυβέρνηση. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ εργάστηκαν χρόνια για το άνοιγμα προς την «Κόκκινη Κίνα». Ο Κλίντον ξεκίνησε με σκληρή στάση και κατέληξε να εισάγει την Κίνα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ο Τζορτζ Μπους εστίασε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ ο Μπάιντεν έβαλε φρένο στην τεχνολογική πρόσβαση της Κίνας.
Όμως, ο Τραμπ αντιμετωπίζει ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σημειώνει ο Σάνγκερ. Η διασύνδεση των δύο οικονομιών, η τεχνολογική εξάρτηση και η παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία καθιστούν τον ανταγωνισμό πιο περίπλοκο από ποτέ.
Στο σταυροδρόμι: Συμβιβασμός ή ρήξη;
Ο Σάνγκερ καταλήγει επισημαίνοντας πως ο Τραμπ καλείται να επιλέξει:
Έναν δύσκολο «γάμο» με την Κίνα ή ένα απότομο «διαζύγιο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ΗΠΑ και τον κόσμο.