ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο θάνατος του εμποράκου, είναι ένας δικός μας μικρός θάνατος

Ο βασικός πυλώνας στήριξης της τοπικής οικονομίας του τόπου μας, είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πολλές εκ των οποίων δίνουν το χρώμα και συνδέουν το χθες με το σήμερα, σε μία πόλη που προσπαθεί όπως πολλές άλλες, για να μην πούμε όλες στην Ελλάδα, να κρατήσει τη φυσιογνωμία της, εξ αιτίας της οποίας, λατρεύεται και υποστηρίζεται.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με την προσωπική, οικογενειακή διαδρομή των ιδιοκτητών τους, που τα χρόνια αυτά που διανύουμε μέσα και έξω από οικονομικές αναλύσεις και θεωρίες, θεωρείται πορεία Γολγοθάς, επιχειρήσεις με 1, 2, 3 υπαλλήλους, αυτό που έχουν άμεση ανάγκη είναι να δεχτούν το σπρώξιμο υποστήριξης τους, από τους πολίτες του τόπου, τους συνανθρώπους δηλαδή των ιδιοκτητών, όλους εμάς.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι έμποροι και καταστηματάρχες, κινήθηκαν βήμα – βήμα, μέρα -μέρα για τη μεθεπόμενη μέρα, με δύο βασικούς εχθρούς που τραυμάτιζαν ανηλεώς την κάθε τους στιγμή την κάθε προσπάθεια τους. Από τη μία ο εχθρός που λέγεται «φάκελα» για τα οποία έπρεπε όλοι τους να ανταποκριθούν έστω την τελευταία ημέρα πληρωμής τους ώστε να λαμβάνουν το σύνθημα «συνέχισε» και από την άλλη, ο εχθρός που ορίζεται ως, η ανασφάλεια της επόμενης μέρας. Δύο εχθροί που κλόνισαν και συνεχίζουν να κλονίζουν τη ματωμένη επιχειρηματικότητα, που συνεχίζουν να απειλούν τις αγωνιώδεις προσπάθειες των καταστηματαρχών, στο να παραμείνουν τα φώτα της πόλης ανοιχτά, οι βιτρίνες στους δρόμους επιμελημένες και το χαμόγελο στα χείλη τους αν και κουρασμένο, αληθινό.

Ισως ορισμένοι, να θεωρούν τη διατύπωση για την κατάσταση που επικρατεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, υπερβολική ή μελοδραματική. Δεν είναι… Απεναντίας, αν διεισδύσει κάποιος όσο πιο βαθιά γίνεται στην πραγματικότητα τους, θα διαπιστώσει πως πίσω από κάθε ανοικτό κατάστημα, βρίσκεται ένας Τιτάνας συνάνθρωπος μας, κάποιος ίσως γείτονας μας, συγγενής ή ακόμα και γνωστός του γνωστού μας που κρατάει την πόρτα αυτή ανοιχτή. Πολλοί θα πουν ότι, στα χρόνια της Παγκοσμιοποίησης, του ηλεκτρονικού εμπορίου, των πολυκαταστημάτων μεγαθηρίων, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ίσως οι Χανιώτες έμποροι μας, και καταστηματάρχες που γνωρίζουμε με τα μικρά τους πολλές φορές ονόματα, θα πρέπει να δεχτούν τη νέα πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή ορίζεται και έτσι όπως αυτή διαφαίνεται ακόμη και στην μετά κορωνοϊό εποχή.
Η απάντηση είναι όμως πολύ απλή. Οτι δεν υποστηρίξουμε εμείς οι πολίτες, σε ότι στρίψουμε το βλέμμα μας από την άλλη πλευρά, αυτό θα σβήσει, παίρνοντας μαζί του όλα όσα μπορούν να συνδέσουν το σήμερα μας, με το χθες. Θα χαθεί ο μπούσουλας για το αύριο και θα αποξενωθούμε κινούμενοι αόριστα και παραπλανημένοι σε υπερφωτισμένους χαώδεις εμπορικούς χώρους ή σε οθόνες υπολογιστών γεμάτες φωτογραφιούλες προϊόντων, προσπαθώντας να πείσουμε το μυαλό μας ότι το «τόσο, 99» είναι η καλύτερη τιμή ώστε να είμαστε ευτυχισμένοι.
Ο θάνατος του εμποράκου, του μπακάλη, του παπουτσή, του υφασματά, του εμπόρου λευκών ειδών, γυαλικών, της μοδίστρας, του τυπογράφου και του ανθοπώλη, είναι ένας μικρός δικός μας θάνατος, τον οποίο θα αντιληφθούμε όταν και όποτε θα αναζητήσουμε λύση για κάποια αγορά μας και θα ακούσουμε μία ερεθιστική αλλά απρόσωπη φωνή, να μας λέει: «…παρακαλώ αναμείνατε στο ακουστικό σας». Θα αντιληφθούμε αυτόν τον θάνατο όταν στα επόμενα και μεθεπόμενα χρόνια κάποιοι σήμερα μεσήλικοι και αύριο ηλικιωμένοι, κάποιοι σήμερα νέοι και αύριο οικογενειάρχες, θα προσπαθούμε να σπείρουμε μνήμες ευαισθησίας στα εγγόνια, στα παιδιά μας, στις επόμενες γενιές, λέγοντας: «Εδώ παιδί μου, ήταν ο κυρ Θάνος που πουλούσε ρούχα και πάντα προσπαθούσε να με πείσει ότι έχω αδυνατίσει… Εδώ παιδί μου ήταν το μαγαζί του κυρ Σπύρου, στο οποίο όποτε ερχόμουν η γυναίκα του η Λίνα με ρωτούσε τι κάνει η γιαγιά σου, εδώ παιδί μου ήταν το κατάστημα του θείου σου του Νίκου». Υποστηρίζοντας τις τοπικές μας επιχειρήσεις, τα μικρομάγαζα και τον αγώνα των ιδιοκτητών τους, επί της ουσίας υποστηρίζουμε το αύριο το δικό μας, των παιδιών μας, των φίλων τους και των ευτυχισμένων χανιώτικων στιγμών τους. Αυτή είναι η αλήθεια η οποία όσο και να τη θάψουμε αυτή θα βρει το δρόμο της προς την επιφάνεια για να σταθεί μπροστά μας.

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version