ΑΠΟΨΕΙΣ

Η επιστροφή της Νίκης στη Σαμοθράκη

“…το νησί αυτό… το δέρνουν απαλά ο θαλασσινός αέρας και τα νερά, το λούζει ο ήλιος και στο λιόγερμα ισκιώνονται οι ρεματιές και φωτίζονται οι ξερές οι ράχες μενεξεδένιες. Λαχταρά πάλε η ψυχή μου να πάει κοντά στο νησί και να το χαϊδέψει…”

Εκείνο το βράδυ ήταν ανήσυχη. Ύπνος δεν την έπιανε. Το πρωί πετούσε για το νησί της. Στο…νησί του παππούδων της. Το νησί των παιδικών της χρόνων, της ανεμελιάς και της ξεγνοιασιάς. Το δικό της νησί. Την Σαμοθράκη.

Ξημέρωνε η μεγάλη μέρα της επιστροφής. Δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Ο νους της έτρεχε στο Νησί της που ακριτικό και μοναχικό αγναντεύει τη θάλασσα και το Αιγαίο. Ένα νησί εξόριστο για αιώνες μέσα στην ομορφιά του. Όπου νιώθεις το χρόνο να διαστέλλεται και να εξανθρωπίζεται… Στο νησί των Μεγάλων Θεών όπου οι κίονες του ναού και το Αρσινόειο θαρρείς κρατούν αγέρωχα κρυμμένο το κλειδί των Μυστηρίων…

Ξαπλωμένη καθώς ήταν στο κρεβάτι της διάβαζε ξανά το βιβλίο που είχε γράψει για τη Σαμοθράκη, ο Ίων Δραγούμης: «Η Νίκη, που κάποιος νικηφόρος την είχε στήσει στην ψηλή ακροθαλασσιά, σ’ ένα βράχο στη Σαμοθράκη, κατάντικρα στη Θράκη και στη Μακεδονία, ανέβηκε και στάθηκε στην πλώρη ενός καραβιού πολεμικού και πήρε τις θάλασσες. Άφησε το νησί της και πάει αλλού μα φεύγοντας έκρυψε το κεφάλι της για να μην την αναγνωρίσουν οι άνθρωποι γιατί το πρόσωπο της ήταν παράξενο λυπημένο, που άφηνε το νησί της και τον όμορφο λαό, που δεν ήταν άξιος πια να την κρατήσει. Πρώτη φορά της συνέβηκε τέτοιο πράμα, μα ήτανε σα να μην ήθελε να πάγη σ’ άλλους νικητές ή σα να πήγαινε άθελα. Ξέχασε όμως να κρύψει και τα φτερά της, λησμόνησε πως τα φορούσε φεύγοντας από το νησί της για πάντα σε ξένους τόπους. Και από τα φτερά της την εγνώρισαν».


Χαμένη μέσα στις γραμμές του βιβλίου ονειρεύτηκε πως θα έβγαζε φτερά για να πετάξει. Με τα φτερά της Νίκης θα πετούσε στη Σαμοθράκη…

Η επιστροφή της συνέπιπτε με την επιστροφή της «Νίκης» και ένιωθε διπλά ευτυχισμένη. Δεν πίστευε ποτέ ότι οι Γάλλοι θα επέστρεφαν το άγαλμα πίσω στο Νησί από την άλλη όμως πάντα θεωρούσε πως δεν ταιριάζει στο ευγενές έθνος των Γάλλων ο ρόλος του απατεώνα! Στην προσπάθεια για τον επαναπατρισμό του αγάλματος, οι κάτοικοι του νησιού και οι τοπικοί φορείς πολλάκις είχαν ζητήσει αυτό που τους ανήκει, αλλά δεν βρήκαν χείρα βοηθείας ούτε από την ελληνική πολιτεία ούτε από άλλους φορείς πολιτισμού.

Ήταν στα τέλη του περσινού καλοκαιριού όταν σταμάτησε η φτερωτή Νίκη να εκτίθεται στο κοινό του Λούβρου για λόγους συντήρησης. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο είχε γνωμοδοτήσει θετικά ως προς την παραγωγή εκμαγείων μαρμάρινων θραυσμάτων της. Η δεκάμηνη αποκατάσταση οδήγησε στη βελτίωση του σκελετού και τον καθαρισμό του αγάλματος που έχει φιλοτεχνηθεί από διάφορα είδη μαρμάρου. «Πιο λευκή», διάβαζε στις εφημερίδες ότι θα επιστρέψει η εμβληματική «Νίκη» καθώς η καφέ πατίνα που βλέπαμε έως σήμερα «δεν ανήκει στο μνημείο, αλλά είναι σημάδι γήρανσης». Πιο σταθερή και πιο ελαφριά καθώς απαλλάχτηκε από περιττά στοιχεία η Νίκη ήρθε η ώρα να επιστρέψει στο Νησί της, όπου θα αποκαλυφθεί φρεσκαρισμένη.


«Όποτε επισκεφτώ ξανά το Λούβρο δε θα είναι εκεί. Θα λείπει από τη θέση της», σκεφτόταν.Παιδί μεταναστών η Νίκη, μεγαλωμένη στο Παρίσι, είχε την τύχη να βρίσκεται στην πόλη όπου κρατούνταν τα τελευταία 150 χρόνια φυλακισμένη η συνονόματη της φτερωτή θεά. Όλα αυτά τα χρόνια οι επισκέψεις με το σχολείο στο Λούβρο ήταν αμέτρητες. Αμέτρητες ήταν και οι επισκέψεις μαζί με συγγενείς και φίλους που έρχονταν από την Ελλάδα κι εκείνη έσπευδε να τους ξεναγήσει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Μουσείου. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κάθε που έφταναν στη μεγάλη σκάλα Νταρού και αντίκριζε τη φτερωτή θεά.

«Την έχουν τοποθετήσει όπως της αξίζει, όχι σαν την Καρυάτιδα στο Βρετανικό», συνήθιζε να σχολιάζει η μικρή ξεναγός ενώ παράλληλα μιλούσε με θαυμασμό σ’ όλους για την ομορφιά της… «Η υπερήφανη κορμοστασιά της, το βαρύ μάρμαρο που νιώθεις πως ανεμίζει σαν μετάξι, η σιγουριά στο βήμα της, η δύναμη του γυναικείου κορμιού της, το πόδι της στην πλώρη του πλοίου, τα φτερά που νιώθεις σαν να πάγωσε το πέταγμα τους μια στιγμή»… 

Το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα της φάνηκε βασανιστικό. Η πτήση τους δεν είχε καθυστέρηση και έφτασαν χωρίς ιδιαίτερη ταλαιπωρία, ωστόσο η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την αγωνία και τη λαχτάρα… Από το παράθυρο του αεροπλάνου λίγο πριν την προσγείωση στο αεροδρόμιο «Δημόκριτος» της Αλεξανδρούπολης, το Νησί της άρχισε να ξεπροβάλει. Οι χτύποι της καρδιάς της ολοένα και αυξανόταν καθώς χάζευε το όρος Σάος που κυριαρχεί γοητευτικά δυναστικό στην επικράτεια της Σαμοθράκης…

Από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης μακριά έφεγγε η θάλασσα από το φως του μεσημεριού και το Νησί διακρινόταν καθάριο, ερημικό μέσα στο πέλαγο. Η Νίκη χόρευε πάνω στο κατάστρωμα γελώντας επειδή χόρευαν γελώντας και τα κύματα. Το «SAOS» έβαζε πια πλώρη, η μπουρού ακούστηκε βραχνή και οι γλάροι άρχισαν τα παιχνιδίσματα στον παφλασμό της θάλασσας. Δε σταμάτησε λεπτό να χαζεύει τη Σαμοθράκη. Στεκόταν εκεί ολοζώντανη, μαγεμένη, ζωσμένη από την τρισεύγενη τη θάλασσα. Με τα χρυσά ακρογιάλια και με την αύρα των Καβείρων… Πάνε κοντά πέντε χρόνια που είχε να επισκεφτεί το νησί της. Ήταν δώδεκα χρονών την τελευταία φορά και έμπαινε στα δεκαεφτά τώρα που επέστρεφε και πάλι… Αυτή τη φορά όμως επέστρεφε μαζί με την ξενιτεμένη «Νίκη»…

Μέσα στο φως της πυρωμένης μέρας και όσο το πλοίο κοντοζύγωνε, ξεπρόβαλε η Σαμοθράκη όλο και πιο μεγάλη και φανταστική, στεκούμενη στην κατάβαθη, μαβιά θάλασσα. Και ήταν ψηλή, ευγενική και περήφανη, σαν τη «Νίκη». Θυμόταν τότε το ιστορικό της απαγωγής της, καθώς όλο και πιότερο έφταναν στο μυθικό νησί… 

Κατά το έτος 1863, η αρχαιολογική αποστολή του Γάλλου υποπρόξενου στην Αδριανούπολη, Καρόλου Σαμπουαζό, έκανε ανασκαφές στα βόρεια της Σαμοθράκης. Τότε, Έλληνες εργάτες έφεραν στην επιφάνεια ένα άγαλμα και αναφώνησαν έκθαμβοι: «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!». Είχαν βρει τα πόδια και τον κορμό της Νίκης της Σαμοθράκης. Το άγαλμα είτε διαμελίστηκε πιθανόν μετά από σεισμό είτε λόγω του ότι στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το έργο τους τμηματικά. Η Σαμοθράκη βρισκόταν ακόμα υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Σαμπουαζό χρειαζόταν την άδεια της Υψηλής Πύλης, για να μεταφέρει το γλυπτό στη Γαλλία. Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαΐου του 1864, αλλά με σημαντικές ελλείψεις. 


«Είναι λαξεμένο με τέτοια τέχνη, που δεν την ξεπερνάει κανένα από τα ωραία ελληνικά έργα. που γνωρίζω, ούτε τα γλυπτά της Απτέρου Νίκης, ούτε οι καρυάτιδες του Ερεχθείου. Οι πτυχές του φορέματος είναι οι πιο μαγευτικές. Είναι σαν από μαρμάρινη μουσελίνα, που ο άνεμος την κολλά πάνω στη ζωντανή σάρκα». Με αυτά τα λόγια την περιγράφει στην αναφορά του προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, ο Champoiseau. Όταν όμως πήρε τη Νίκη από το νησί της Θράκης, είχε αφήσει πίσω την πλώρη στην οποία πατούσε το άγαλμα, γιατί πίστευε ότι ανήκε σε άλλο γλυπτό. Χωρίς την πλώρη, όμως, το άγαλμα δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο. Ήταν έτσι δημιουργημένο απ’ τον γλύπτη, που χρειαζόταν να στέκεται στην πλώρη, για να υπάρχει η απαραίτητη ισορροπία. Το πρόβλημα έλυσαν Αυστριακοί αρχαιολόγοι το 1875, όταν συνειδητοποίησαν ότι τελικά η πλώρη ήταν μέρος της σύνθεσης της Νίκης. Ο Σαμπουαζό κατάφερε να πάρει και αυτό το κομμάτι στη Γαλλία. Η Νίκη της Σαμοθράκης εκτίθεται στο Λούβρο από το 1884. Το όνομα του ιδιοφυή γλύπτη παραμένει άγνωστο, αλλά η φήμη του αγάλματος έχει φτάσει στα πέρατα του κόσμου.

Καθώς το πλοίο έπιανε λιμάνι τα μάτια της διέτρεχαν την προβλήτα, ποθούσε να νιώσει το γιορτινό και πανηγυρικό κλίμα των συντοπιτών της για την επιστροφή της «Νίκης»… Το νησί όμως έστεκε εκεί στην άπειρη ησυχία του. Ο λιγοστός θόρυβος χανόταν στην ιερή σιωπή των πλατανόδασων, στις μυρωδιές από τη ρίγανη, τα σχίνα, τις τσικουδιές, τα πεύκα, τις μυρτιές, τις συκιές, τις αγριοτριανταφυλλιές, τις ορτανσίες… Περίμενε πως το νησί θα επεφύλασσε μεγάλη και θερμή υποδοχή. «Δε μπορεί. Ένα τόσο μεγάλο γεγονός για το νησί !», σκεφτόταν καθώς το SAOS έριχνε άγκυρα. 

Με δυο δρασκελιές αποβιβάστηκε κι έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά του θείου της. Ο θείος Σοφοκλής, αδερφός της μητέρας της, είναι ο φύλακας του Μουσείου στην Παλαιόπολη, στο Μουσείο όπου εκτίθεται το αντίγραφο της Νίκης. Πολλοί γεύονται χολή μπροστά στη γύψινη Νίκη, «αντίδωρο» λέει των Γάλλων. Οι κάτοικοι της Σαμοθράκης, αφηγούνται ότι στη δεκαετία του ’50 είχε βρεθεί και το ένα χέρι της Νίκης, που εστάλη και αυτό στο Παρίσι για να συμπληρωθεί το εξαιρετικής τέχνης άγαλμα. Απλώς οι Γάλλοι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 χτίσθηκε το Μουσείο, έστειλαν… πεσκέσι ένα γύψινο ομοίωμά του σε φυσικές διαστάσεις, που είναι εκτεθειμένο εκεί, μαζί με τα άλλα σπουδαία ευρήματα.

«Μα που είναι; Που είναι η Νίκη» έσπευσε να τον ρωτήσει με αγωνία και ταραχή… Ένιωσε το σφυγμό της να επιταχύνεται και το στομάχι της να σφίγγεται περίεργα.

«Δε θα έρθει μικρή μου. Θα μείνει εκεί. Είναι καταδικασμένη να «ζει» φυλακισμένη στο Λούβρο. Εκεί είναι το προσωρινό της σπίτι. Όχι όμως και το παντοτινό! Εμείς τη νιώθουμε δίπλα μας. Τα φτερά της σκεπάζουν το νησί μας. Δεν θα μας το επέστρεφαν έτσι εύκολα οι Γάλλοι. Συνεχίζουν να το θέλουν ακόμα και σήμερα καθώς θεωρείται ένα από τα πέντε καλύτερα αγάλματα στον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο που αυτό βρίσκεται σε περίοπτη θέση του Μουσείου τους. Άλλωστε κερδίζουν πολλά όχι μόνο σε επίπεδο αίγλης του μουσείου, αλλά και εισπρακτικώς, αφού θησαυρίζουν τόσο από τα εισιτήρια, εδώ και χρόνια, όσο και από τις χιλιάδες πωλήσεις αντιγράφων του έργου», της είπε εμφανώς θυμωμένος ο θείος Σοφοκλής, για να συνεχίσει λέγοντας πως «Από την άλλη σκέψου, πως ακόμα και στην ίδια την Ελλάδα εκτιμήθηκε περισσότερο το άγαλμα, όντας στο Λούβρο, εφόσον γενικά ουδείς Έλληνας, ή το έργο του, αναγνωρίζεται εδώ, σε μας, αν δεν αναγνωριστεί πρώτα στις Ευρώπες, ή κάπου αλλού στην αλλοδαπή».

«Κι εγώ που νόμιζα ότι έλεγαν αλήθεια πως θα το επιστρέψουν… Πως δε θα χρειαζόταν να επισκεφτώ πάλι το Λούβρο για να τη δω… Ότι θα ερχόμουν τα καλοκαίρια στο Νησί και θα ήταν εδώ για να με περιμένει. Πρέπει να έρθεις κι εσύ θείε κάποια στιγμή στο Παρίσι. Να δεις πως τη θαυμάζουν! Βλέποντας τη, δημιουργείται στον κόσμο η επιθυμία να έλθει στην Ελλάδα, να έλθουν στην Σαμοθράκη μας…», είπε η μικρή Νίκη καθώς έσκαγε ένα λυπημένο χαμόγελο στο θείο της.

«Μακάρι να συνεχίσουν να έρχονται αρκεί βέβαια να εξασφαλίσουμε για τους επισκέπτες και μια καλύτερη ακτοπλοϊκή συγκοινωνία. Η Σαμοθράκη τα τελευταία χρόνια δε γίνεται ζητιάνα μόνο για τους αρχαίους θησαυρούς της αλλά και για τη συγκοινωνία της. Κάθε χρόνο δυστυχώς μειώνονται τα δρομολόγια στο ακριτικό νησί μας… Για σκέψου να επέστρεφε η Νίκη ε; Ίσως τότε να άλλαζε η κατάσταση…», έλεγε ο θείος Σοφοκλής εμφανώς ενοχλημένος για όλους αυτούς που κόπτονται όλα αυτά τα χρόνια για τα ακριτικά μας νησιά και την προβληματική τους συγκοινωνία.

Μέσα στην πυρωμένη άσφαλτο περνώντας από τη μυσταγωγία της πυκνής βλάστησης, τα πλατάνια και τις πικροδάφνες. … και μέσα από τις ελιές, τα χωράφια, τους φράχτες και τις ανθισμένες λυγαριές, που κάθε βράδυ σκόρπιζαν τη δροσερή μυρωδιά τους στον αέρα, ανεβήκαν στη Χώρα. Το χωριό ήταν ήσυχο και μερικά παράθυρα φωτισμένα. Στη δύση μόλις έφεγγε μια στερνή χλωμή αντιφεγγιά, σχεδόν σβησμένη, και τ’ άστρα έβγαιναν ένα ένα…

Η ώρα είχε περάσει και κόντευε να ξημερώσει. Η Νίκη ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της για να καταλάβει που βρισκόταν και τι είχε συμβεί. Ανασηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι της και έριξε το βιβλίο που διάβαζε πριν αποκοιμηθεί. «Με πήρε ο ύπνος» ψιθύρισε και αμέσως ομολόγησε στον εαυτό της: «Κρίμα ήταν ένα όνειρο. Δε θα επιστρέψει. Έχει δίκιο ο θείος. Ευτυχώς που επιστρέφουμε εμείς στο Νησί…». Σήκωσε τότε το βιβλίο που είχε ρίξει και άνοιξε στη σελίδα που είχε μείνει τσαλακωμένη από τη «Σαμοθράκη» του Δραγούμη και συνέχισε το διάβασμα προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη, θέλοντας να λύσει το γρίφο της «Νίκης» που στεφανώνει τους νικητές

Η Νίκη η φτερωτή -είναι η Μοίρα της τέτοια- πρέπει να φεύγη πάντα και να πηγαίνη στους δυνατωτέρους, ας είναι και πιο άγριοι και απολίτιστοι. Δε λογαριάζει ευγένεια φυλής και ομορφιά η Νίκη, λογαριάζει δύναμη. Όσο και να ξέρη όμως ο νικητής πως η Νίκη ασάλευτη δεν είναι, παρά είναι φτερωτή και δε στέκει σ’ έναν τόπο παντοτινά

Και της χτίζει είδωλα, και αγάλματα πέτρινα για να μην πεθάνη ποτέ, να μη λείψη ποτέ από κοντά του. Μα τίποτα δε φελά, η Νίκη πάντα φεύγει.

Οι Αθηναίοι για να την κρατήσουν στην πολιτεία τους της έκοψαν τα φτερά και ναό της έχτισαν γλυκύτατο στην άκρια της Ακρόπολης. Μα δεν έμεινε. Έκαμε καινούργια φτερά και τους ξέφυγε, γιατί δεν ήταν άξιοι πια να την κρατήσουν. Ως και ο ναός ο μαρμαρένιος γκρεμίστηκε κ έγινε θρύμματα και το άγαλμα χάθηκε”. 

Πηγή

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version