Quantcast
Connect with us

ΑΠΟΨΕΙΣ

Γ. Τσακίρης | Οι λεπτές ισορροπίες

Την 1η Μαρτίου, στο δημοσιευμένο μου κείμενο με τον τίτλο «Κερδίσαμε ;» και με αφορμή τη συμφωνία της 20ηςΦεβρουαρίου, είχα επισημάνει ότι « …η «δημιουργική ασάφεια» σε ένα κείμενο, μπορεί μεν να δίνει την ευχέρεια ερμηνείας του κατά το δοκούν από εκείνους που το διαβάζουν, και θα πρέπει στη συνέχεια να το εξηγήσουν, στην πραγματικότητα όμως απλά παρατείνει στο σχετικά άμεσο μέλλον την αδήριτη ανάγκη της πλήρους εξήγησής του, σε συμφωνία και αγαστή συνεργασία μάλιστα όσων το έχουν υπογράψει.

Το μόνο λοιπόν που προσφέρει στην παρούσα φάση η ασάφεια των όρων, των λέξεων και των προτάσεων των κειμένων του Eurogroup, είναι η δημιουργία ενός «κενού χρόνου», μιας … «ανακωχής» θα έλεγε κανείς, μέχρις ότου ο καθένας από τους υπογράφοντες κληθεί εκ των πραγμάτων να έρθει και πάλι στο σημείο της αντιπαράθεσης, που προϋπήρχε της υπογραφής τους … Θετικό το γεγονός ότι αυτός ο «κενός χρόνος» μπορεί εκμεταλλευθεί από την ελληνική κυβέρνηση ώστε, βασιζόμενη στην ανωτέρω ασάφεια των όρων, προβεί στις πολιτικές και νομοθετικές εκείνες ενέργειες που θα ενισχύσουν τόσο το διαπραγματευτικό, όσο και το πολιτικό αλλά και  με κοινωνικό προσανατολισμό προφίλ της.

 Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι ενέργειες αυτές να μην δημιουργήσουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, εντός του οποίου η ίδια θα κληθεί να λειτουργήσει σε λίγους μήνες. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση, στο άμεσο προσεχές μέλλον, θα πρέπει να «διαλέξει τις θέσεις μάχης της» και ποιοι θα είναι απέναντί της. Το σενάριο μιας  -κατ’ αρχήν- «βελούδινης σύγκρουσης» με τους «εταίρους» και δανειστές μας είναι υπαρκτό, αλλά δεν  πρόκειται να μείνει εκεί.

Λεπτές σίγουρα οι ισορροπίες και δύσκολες οι αποφάσεις.»

Οι λεπτές λοιπόν ισορροπίες, κάποιοι τις αποκαλούν και «βάδισμα σε τεντωμένο σχοινί», που ήταν και είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να κρατά η σημερινή κυβέρνηση, είναι δεδομένο ότι δεν μπορούν να ισχύσουν για καιρό.

Μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου, τόσο η κατάσταση -αρκετών πια- οξύμωρων σχημάτων που έχουν δημιουργηθεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, όσο και η εμπειρία των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων με τους «εταίρους» και δανειστές μας, αλλά και αυτών που έπονται, εξακολουθούν να δημιουργούν και μάλιστα να αυξάνουν σε ένταση, το ασφυκτικό εκείνο περιβάλλον μέσα στο οποίο οποιαδήποτε επαμφοτερίζουσα θέση, δεν μπορεί (και δεν πρόκειται) να γίνει δεκτή από κανέναν.

Στους αμέσως προσεχείς μήνες, αν όχι ημέρες, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εγκαταλείψει την τακτική των «δύο προσώπων», ένα για το εσωτερικό και ένα για το εξωτερικό, και να οριστικοποιήσει τις πραγματικές της θέσεις.

Με δυο λόγια, είναι πρακτικά (και διαπραγματευτικά) αδύνατο, να «υιοθετεί» στο εσωτερικό της χώρας την ρητορική του «πραξικοπήματος» και της «συνθηκολόγησης» που μας επιβλήθηκε από τους «εταίρους» μας (κι αυτό αληθεύει), ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει ότι με τους ίδιους ακριβώς «εταίρους» θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί, επιδιώκοντας να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της, κυρίως δε όσον αφορά την αναδιάρθρωση-απομείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, ακόμη κι εάν κάτι τέτοιο προβλέπεται στα όσα έχουν υπογραφεί.

Με ποιο σκεπτικό και κάτω από ποια πίεση, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι τους οποίους κάποιοι κατηγορούν ανοιχτά ότι ουσιαστικά κατέλυσαν την δημοκρατία στην Ελλάδα, θα δεχθούν τα δίκαια αιτήματά μας, όταν αποδεδειγμένα δεν το έχουν πράξει μέχρι σήμερα ;

Για ποιον μάλιστα λόγο να το κάνουν, όταν γνωρίζουν ότι ο χρόνος λειτουργεί πλέον εις βάρος μας (πχ, στα μέσα Αυγούστου λήγουν και πάλι ομόλογα αξίας 3,5δις της ΕΚΤ) ;

Εάν λοιπόν η συμφωνία της 12ης Ιουλίου έγινε με το βαθύτερο σκεπτικό να κερδηθεί χρόνος, ο χρόνος αυτός α) δεν είναι απεριόριστος και β) ως αξία –σήμερα– βρίσκεται στα «χέρια των αντιπάλων».

Από την άλλη, η συμφωνία αυτή αποτέλεσε την αφορμή για την ανάδειξη των ήδη υπαρχόντων πολιτικών διαφορών, τόσο μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στους Ανεξάρτητους Έλληνες.

Διαφορές που εάν μέχρι πρότινος -και μέχρι σήμερα- παραβλέπονταν για χάρη της κυβερνητικής σταθερότητας, είναι πλέον φανερό ότι θα οδηγήσουν σε καταστάσεις που α) δεν ευνοούν την διαπραγματευτική θέση της χώρας και β) είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε αλλαγές στο πολιτικό της σκηνικό.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι σήμερα η κυβέρνηση (και για διαφορετικούς λόγους) βρίσκεται στην ίδια περίπου θέση με την προηγούμενη κατά τους τελευταίους τρεις περίπου μήνες της θητείας της, όταν η κυβερνητική απραξία, που τότε από κάποιους περιγραφόταν ως «τα μολύβια κάτω», είχε ως γενεσιουργή της αιτία την αδιόρατη «απειλή» των πρόωρων εκλογών και της αλλαγής της πολιτικής κατάστασης στη χώρα (όπως αναφέρεται και πιο πάνω).

Τουλάχιστον έτσι η κατάσταση ενδεχομένως να «μεταφραστεί», από εκείνους ακριβώς με τους οποίους καλούμαστε να διαπραγματευτούμε.

Θεωρώ ως αρκετά πιθανό πλέον, η κυβερνητική σταθερότητα να αποτελέσει προαπαιτούμενο (όπως ακριβώς και τα πρόσφατα νομοσχέδια) από τους «εταίρους» μας, για μία «σωστή και με σοβαρότητα διαπραγμάτευση». Το ζήτημα δε της «εμπιστοσύνης» είναι επίσης πιθανό να κάνει και πάλι την «εμφάνισή» του κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που έπονται.

Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά θα επιδιωχθεί η πραγμάτωση ενός εκ των βασικότερων στόχων τους. Η δημιουργία στην Ελλάδα μιας πειθήνιας (συνεργάσιμης για κάποιους) κυβέρνησης η οποία θα κληθεί να εφαρμόσει τα μέτρα του τρίτου μνημονίου που είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει ως συνέπεια μιας νέας δανειακής σύμβασης.

Μιας δανειακής σύμβασης και ενός μνημονίου που ήταν γνωστό σε όλους (από το 2010) ότι θα έπρεπε να υπάρξει, ακριβώς λόγω του ότι τα πέντε χρόνια των δύο προηγούμενων υφεσιακών προγραμμάτων-μνημονίων, δεν είχαν σκοπό τη διάσωση της χώρας, αλλά αυτή των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (στην 1η δανειακή) και των ελληνικών (στην 2η), ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνταν οι κατάλληλες εκείνες συνθήκες εντός της χώρας, που θα την οδηγούσαν και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά αυτή τη φορά σε ακόμη πιο δυσχερή θέση.

Δεν χωρά νομίζω καμία αμφιβολία ότι κυρίως με την υπογραφή της 2ης δανειακής σύμβασης τον Φεβρουάριο του 2012 από την κυβέρνηση Παπαδήμου και της τροποποίησής της τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, το σύνολο σχεδόν των περιουσιακών στοιχείων της χώρας, παραδόθηκε «στα χέρια» των δανειστών, μέσω της παραίτησης από κάθε ασυλία τόσο της χώρας, όσο (και για πρώτη φορά)της Τράπεζας της Ελλάδας αλλά και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).

Η πραγματικότητα αυτή, το δεδομένο δηλαδή ότι σε περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας την επόμενη μέρα (και για αρκετούς μήνες) δε θα υπήρχε τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα (με ότι αυτό συνεπάγεται), έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου. Και είναι αυτή που, σε συνδυασμό με τους πιθανούς εθνικούς κινδύνους που ενδεχομένως είτε θα «προκαλούνταν» από εξωγενείς παράγοντες, είτε ως συνέπεια μιας ευρείας κοινωνικής αναταραχής, οδήγησε το χέρι του πρωθυπουργού στην υπογραφή της συμφωνίας.

Αυτό όμως είναι κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει.

Εάν λοιπόν όλα τα ανωτέρω, ως εξήγηση ή λογική υπόθεση αληθεύουν, μοναδικά πλέον επιχειρήματα της θέλησης για την κατάκτηση (και διατήρηση) της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, δεν μπορεί να ήταν (και να είναι) άλλα, από α) την πραγματική και σε βάθος διερεύνηση των ευθυνών όσων με τις αποφάσεις τους οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή της κατάσταση και φυσικά την προσαγωγή τους στην δικαιοσύνη και β) μέσω των προηγούμενων ενεργειών και ως αποτέλεσμά τους, την αλλαγή του πολιτικού και μεγαλο-επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας και την «επαναφορά» ή αναπροσανατολισμό τους σε ένα υγιές και λειτουργικό σύστημα.

Κάτι που δεν θα μπορούσε (και δεν μπορεί) να γίνει -και δεν έγινε- με κυβερνήσεις οι οποίες περιελάμβαναν ή θα περιλαμβάνουν τα ίδια -πιθανόν-  πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως να φέρουν αυτές τις ευθύνες.

Αυτό είναι και το αφήγημα που θα πρέπει να υιοθετήσουν πλέον οι δύο σημερινοί συγκυβερνώντες πολιτικοί σχηματισμοί.

Και φυσικά να το θέσουν άμεσα σε εφαρμογή.

Δεν αρκεί όμως μόνον αυτό.

Άμεσα επίσης θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή ένα νέο στρατηγικά σχεδιασμένο πλαίσιο για την πραγματική και σε βάθος παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας, με στόχους και προτεραιότητες που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας, σε τομείς όπου η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Στο ίδιο ακριβώς στρατηγικό πλαίσιο θα πρέπει να περιγράφονται επακριβώς και οι τρόποι με τους οποίους θα καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την μεσο-μακροπρόθεσμη άρση των δυσμενών επιπτώσεων που θα φέρουν στην ελληνική κοινωνία τα μέτρα που πρόκειται να επιβληθούν μέσω του 3ου μνημονίου.

Οι δύο ανωτέρω στόχοι πρέπει να τεθούν το δυνατό συντομότερο σε εφαρμογή, καθότι μπορούν -κατά τη γνώμη μου- να δημιουργήσουν τις ικανές αλλά και αναγκαίες συνθήκες, για την έξοδο της χώρας μας από την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, τα τελευταία πέντε τουλάχιστον χρόνια.

Μετά δε και την δυσμενή κατάληξη των διαπραγματεύσεων, κρίνονται πλέον ως ελάχιστες απαιτήσεις του συνόλου των πολιτών που εμπιστεύθηκαν με την ψήφο τους στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου τους δύο συνεργαζόμενους κυβερνητικούς σχηματισμούς ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων.

Έχοντας ως δεδομένα ότι α) το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει από την μια μέρα στην άλλη, αν και τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει με την Ελλάδα (για άλλη μία φορά) ως «πυροκροτητή» των εξελίξεων, και β) η ίδια η ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον στην συντριπτική πλειονότητά της, δεν ήταν και δεν είναι έτοιμη για μία ρήξη η οποία θα οδηγούσε τη χώρα και τους πολίτες της σε καταστάσεις που θα θύμιζαν ανάλογες αρκετών δεκαετιών πίσω, αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε είναι ότι εμείς, ως λαός, δίνοντας το χέρι ο ένας στον άλλο όπως κάναμε πάντα, μπορούμε να οδηγήσουμε και πάλι την Ελλάδα στη θέση που της αξίζει.

Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εάν συνεχίσουμε να παρέχουμε αν όχι την εμπιστοσύνη, τουλάχιστον την ανοχή μας σ’ εκείνους που με βαθύ αίσθημα ευθύνης, επωμιζόμενοι ένα κόστος -όπως κι εμείς- για το οποίο δεν ήταν υπεύθυνοι, αποφάσισαν να φέρουν εις πέρας αυτό το τιτάνιο έργο.

 

Κι αν η απογοήτευση (το λιγότερο) κυριαρχεί σήμερα ως συναίσθημα, είναι γνωστό ότι το δέντρο της αισιοδοξίας πότιζε πάντα η ελπίδα.

Click to comment

Απάντηση

ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα social media δεν κερδίζουν εκλογές

* Γράφει ο Αντώνης Μουντάκης

Στις εκλογές του 2019 ένας καλός φίλος ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στα Χανιά και καθώς τον έβλεπα να απουσιάζει (κυριολεκτικά) από παντού, διερωτήθηκα αν έχει αποσύρει την υποψηφιότητα του ή αν έχει παραδώσει τα όπλα και -απογοητευμένος- εγκατέλειψε τον προεκλογικό αγώνα.

Τον πήρα λοιπόν τηλέφωνο και βγήκαμε για καφέ (να τον δει και… θεού πρόσωπο) και, αφού του κατέθεσα τον προβληματισμό μου, έμεινα κυριολεκτικά άφωνος μ’ αυτά που μου είπε… «Εγώ φίλε, όχι μόνο θα
εκλεγώ σίγουρα, αλλά θα είμαι κι από αυτούς που θα πάρουν τους περισσότερους σταυρούς. Θα το δεις…!» Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου, αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και αποφάσισα να φρενάρω την υπεραισιοδοξία του φίλου μου.

«Καλά ρε συ, είσαι απών από παντού, δεν κυκλοφορείς σχεδόν καθόλου, στο ραδιόφωνο δεν βγαίνεις όπως πολλοί υποψήφιοι, ούτε σε εφημερίδες δημοσιοποιείς την υποψηφιότητα σου, πως θα εκλεγείς;», του απάντησα με ύφος λίγο επιθετικό, όπως μου επιτρέπει η μακροχρόνια φιλία μας.

«Τι να τα κάνω εγώ αυτά που μου τρώνε τσάμπα τον χρόνο και κοστίζουν κιόλας! Εγώ προβάλλομαι από το Facebook που με βλέπουν χιλιάδες άτομα και είναι και τσάμπα! Ξέρεις πόσα likes μαζεύει κάθε ανάρτηση μου;», ήταν η τσεκουράτη απάντηση του φίλου μου. Τόσο τσεκουράτη ήταν που δεν μου επέτρεψε να συνεχίσω την συζήτηση επί του θέματος κι έτσι περιοριστήκαμε στα «περί ανέμων και υδάτων». Το μόνο που του είπα, λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, ήταν να ξανασκεφτεί τον τρόπο που προβάλλει την υποψηφιότητα του, όχι γιατί δεν θα το βοηθήσει ΚΑΙ το Facebook, αλλά γιατί ΑΠΟ ΜΟΝΟ ΤΟΥ δεν είναι ικανό να του εξασφαλίσει την εκλογή. Κούνησε το κεφάλι του και μόνο που δεν μου θύμισε την κούνια που με κούναγε…

Πέρασαν οι μέρες και φτάσαμε στη βραδιά των εκλογών. Τον πήρα τηλέφωνο πολλές φορές, αλλά απάντηση δεν πήρα. Κι εκεί που έβλεπα τη σταυροδοσία των υποψήφιων δημοτικών συμβούλων, μια κρυάδα την ένιωσα. Ο φίλος μου μετά βίας είχε ξεπεράσει τους 100 σταυρούς, όσο για την σειρά κατάταξης, ας μην το συζητάμε. Απογοητευτική… Τον ξαναείδα μετά από αρκετό καιρό και από τότε δεν συζητήσαμε ποτέ ξανά για εκείνες τις εκλογές. Δυστυχώς και ο φίλος μου πάτησε την πεπονόφλουδα που λέγεται μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την οποία δυστυχώς πάτησαν πολλοί σ’ εκείνες τις εκλογές, όπως -απ’ ότι διαπιστώνω- την πατάνε αρκετοί και κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Κατ’ αρχήν οι υποψήφιοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ένα μεγάλο μέρος – κυρίως των νέων 18-30 ετών- έχουν μετακομίσει σχεδόν αποκλειστικά στο Instagram και στο Tik Tok και δεν θυμούνται ούτε τους κωδικούς του Facebook.

Δεύτερον, το Facebook, το τελευταίο δεκάμηνο έχει «φρενάρει» την ευρεία προβολή των αναρτήσεων κι ενώ εσύ πιστεύεις ότι σε βλέπουν οι πάντες, το κοινό σου έχει περιοριστεί δραματικά. Επίσης, όσοι μετράνε τα likes, καλό θα ήταν κατ’ αρχήν να διαπιστώσουν αν εκείνοι που τα κάνουν ψηφίζουν στον ίδιο Δήμο, ενώ υπάρχουν και πάρα πολλοί που κάνουν like και εύχονται «καλή επιτυχία» στους πάντες! Και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών -και μάλιστα αυτών που είναι πολιτικοποιημένοι και πάνε σίγουρα στις κάλπες- είτε δεν διαθέτει προφίλ στο Facebook είτε -αν διαθέτει- μπαίνει ελάχιστα έως καθόλου.

Αναμφισβήτητα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν το νέο πεδίο, πέραν των παραδοσιακών μέσων, όπου η πολιτική βρήκε εδώ και μερικά χρόνια πρόσφορο έδαφος για τη διεξαγωγή του δημόσιου διαλόγου. Ειδικά τα τελευταία 15 χρόνια έχουν γίνει τεράστια βήματα για τη μετατόπιση του πολιτικού διαλόγου από τους παραδοσιακούς τρόπους, προς τα social media. Μπορούν όμως τα social media να «εκλέξουν» βουλευτή, δήμαρχο ή δημοτικό σύμβουλο; Στο ερώτημα αυτό απαντούν άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί πολύ με την επικοινωνία.   «Δεν μπορούν από μόνα τους»

Όπως η δρ. Χριστιάνα Καραγιάννη, Λέκτορας με ειδικότητα «Μέσα Επικοινωνίας και Πολιτισμικές Μελέτες» στο Τμήμα Δημοσιογραφίας, Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Frederick, η οποία τονίζει:

«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να παίξουν όντως ρόλο σε μια εκλογική αναμέτρηση αλλά ίσως όχι με τον τρόπο που οι περισσότεροι νομίζουν. Αδιαμφισβήτητα μπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο προώθησης (προβολής) για τους υποψηφίους σε περίοδο εκλογών που μπορεί να τους βοηθήσει να κερδίσουν ψήφους. Θεωρώ πως δεν μπορούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από μόνα τους, να παίξουν τόσο καθοριστικό ρόλο σε οποιεσδήποτε εκλογές, τουλάχιστον όχι ακόμη, ώστε να υπερισχύσουν αυτής της κουλτούρας και να καθορίσουν απόλυτα την εκλογή κάποιου υποψηφίου».

«Ιδανικός ο συνδυασμός»

«Tα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τον υποψήφιο δήμαρχο, ακόμη και για κάποιον που είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, που θέλει να απευθυνθεί σε εν δυνάμει ψηφοφόρους», σημειώνει ο βραβευμένος σε θέματα πολιτικής επικοινωνίας και εκλογών Γεράσιμος Ζαγορίτης, προσθέτοντας όμως πως «οποιοσδήποτε σας πει ότι μπορεί κάποιος να εκλεγεί μόνο μέσα από το διαδίκτυο σας λέει ψέματα. Ο υποψήφιος, όμως, που εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της τεχνολογίας και τις συνδυάζει σωστά με άλλες παραδοσιακές μορφές εκστρατείας (εφημερίδες, ραδιόφωνα, προσωπικές επαφές) είναι σίγουρο ότι έχει σημαντικό πλεονέκτημα».

Το «like» δεν σημαίνει ψήφο

«Εγώ αυτό που λέω πάντα είναι ότι το ‘like’ δεν είναι ψήφος» λέει ο ιδρυτής της Ierax Analytix Χάρης Λαλάτσης. Και εξηγεί «γιατί μπορεί εγώ ως πολιτικός να εμφανίζομαι πάρα πολύ συχνά στα social media.

Αλλά το θέμα είναι εάν αυτοί που θα πάνε να ψηφίσουν, πρώτον είναι στα social media κι αν επηρεάζονται πραγματικά από αυτά. Δηλαδή η νέα γενιά, οι άνθρωποι κάτω των 30 χρόνων δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν όσο οι πολίτες άνω των 50 χρόνων. Άρα πολλές φορές ίσως αξίζει πολύ περισσότερο το κλασσικό να πάω μια επίσκεψη στη λαϊκή αγορά ή σε ένα ΚΑΠΗ και να σφίξω χέρια από το να κάνω ένα post στα social media και να πάρω 400 ‘likeς’. Γιατί μπορεί να πάρω ‘likeς’ αλλά αυτά δεν σημαίνουν ψήφο. Γιατί πολύ πιθανόν αυτό το νεανικό κοινό να μην πάει να ψηφίσει την Κυριακή».

*Ο Αντώνης Μουντάκης είναι δημοσιογράφος – εκδότης της εφημερίδας «Νέοι Ορίζοντες Κρήτης» και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιοκτητών Επαρχιακού Τύπου.

Continue Reading

MEDIA

Έμφυλη Βία: Γυναικοκτονία

Ως γυναικοκτονία μπορούμε να πούμε ότι είναι ότι χειρότερο μπορεί να λάβει χώρα, ως βία κατά των γυναικών.  Η γενική έννοια της γυναικοκτονίας παραπέμπει στη δολοφονία μιας γυναίκας ή ενός κοριτσιού εξαιτίας του φύλου τους. Με τη Διακήρυξη της Βιέννης για τις Γυναικοκτονίες  ο ΟΗΕ, αναγνώρισε διαφορετικά είδη γυναικοκτονίας, όπως: η δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα συντροφικής βίας, ο βασανισμός και η δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού,  η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου, και άλλες περιπτώσεις  γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με  το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών, ή την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.

Ο όρος γυναικοκτονία, έρχεται από παλιά, όταν το 1976 τον κατέγραψε η κοινωνιολόγος Diana E. H. Russel, ορίζοντας έτσι το εγκληματολογικό και ανθρωπολογικό αυτό φαινόμενο. Ο όρος «γυναικοκτονία» έγινε ευρέως γνωστός και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία μετά το 1992, έπειτα από μία συλλογή δεδομένων  που επιμελήθηκαν από κοινού η εγκληματολόγος Jill Radford,  και η κοινωνιολόγος  Diana. H. Russel.

Τα συστήματα συλλογής δεδομένων, ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από το ένα κράτος μέλος της ΕΕ στο άλλο, καθώς βασίζονται σε διάφορες πηγές. Για την Ελλάδα τα δεδομένα τα έχουμε από την Ελληνική Αστυνομία και εφόσον αυτά δημοσιοποιούνται. Έτσι υπολογίζεται ότι στην Ευρώπη το 30% των γυναικών ή / και κοριτσιών, που έχουν πέσει θύμα ανθρωποκτονίας, δολοφονούνται από πρόθεση από τον ερωτικό σύντροφο.

‘Όταν μιλάμε για ερωτικό σύντροφο, εννοούμε  τον  πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξάρτητα από το αν ο δράστης μοιράζεται ή μοιραζόταν κατά το παρελθόν την ίδια στέγη με το θύμα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας στην Ελλάδα,  το 2017,  το 35 % ήταν θύματα ανθρωποκτονίας που σχετιζόταν με ενδοοικογενειακή βία.

Ένα σημαντικό θέμα που έχει προκύψει, ώστε να επανασχεδιαστεί η νομοθεσία για να υπάρχει σημαντική αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι η κατανόηση του προβλήματος ως προς την φύση του και την συχνότητά του, όπως επίσης και το κίνητρο της δολοφονίας.

Εάν γυρίσουμε λίγο το χρόνο προς τα πίσω, θα θυμόμαστε τα στυγερά εγκλήματα – γυναικοκτονίες  που διαπράχτηκαν στην Ελλάδα,  στο τέλος του 2018 και στην αρχή του 2019, και συγκεκριμένα  για το βιασμό και την γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, από δύο νεαρούς άντρες με τους οποίους αρνήθηκε να συνευρεθεί ερωτικά, και τη δολοφονία της Αγγελικής Πέτρου στην Κέρκυρα, από τον πατέρα της, ο οποίος δεν ενέκρινε  τη σχέση που είχε με άνδρα από το Αφγανιστάν.

Συνοπτικά τα τελευταία 5 έτη, έχουμε αντίστοιχα από το έτος 2019, μέχρι και σήμερα, κατά έτος αντίστοιχα: 17, 19, 31, 26, 15, 6, με τελευταία την περίπτωση,  της 28ης έξω από το Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων και την στυγερή δολοφονίας της από τον πρώην σύντροφό της.

Παγκοσμίως,  κάθε  μέρα, σε όλο τον κόσμο, δολοφονούνται 137 γυναίκες, κατά μέσο όρο, από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειας τους, ενώ το 2017,  ένα ποσοστό  58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους, με βάση τα στοιχεία  του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC).

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ το 22% των γυναικών, έχει πέσει θύμα, σωματικής ή / και σεξουαλικής βίας. Οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστό  γυναικοκτονιών,  είναι η Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ινδία, η Ονδούρα και το Μεξικό, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στη Γουατεμάλα, την Κολομβία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική.  Επιπλέον, με βάση τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, EIGE:

  • Στην Βρετανία, κάθε τρεις μέρες δολοφονείται μία γυναίκα
  • Στη Σουηδία, κάθε δέκα μέρες κακοποιείται μέχρι θανάτου από το σύζυγο ή σύντροφό της
  • Στην Ισπανία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τέσσερεις μέρες, περίπου 100 τον χρόνο
  • Στην Γαλλία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε πέντε μέρες εξαιτίας κακοποίησης στο σπίτι
  • Στην Ελλάδα, την Πέμπτη 11/04/2024, καταγράφηκαν 103 περιστατικά, έγιναν 43 συλλήψεις με αυτόφωρη διαδικασία, ενώ 3 θύματα ζήτησαν να μεταφερθούν σε κατάλυμα, με την πλειονότητα των περιστατικών να έγιναν στη Αττική, και συγκεκριμένα έγιναν 47 καταγγελίες και 17 συλλήψεις.
  • Επίσης δημιουργήθηκε νέα πλατφόρμα, με το όνομα stop-bulling.gov.gr,  για την δημιουργία καταγγελιών φαινομένων bulling στα σχολεία, όπου γονείς και μαθητές, μπορούν να καταγράψουν τα φαινόμενα βίας όπου πέφτουν στην αντίληψή τους, ή είναι οι ίδιοι θύματα σχολικού εκφοβισμού
  • Επίσης με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. κάθε 45 λεπτά η αστυνομία δέχεται μία καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία, ενώ 270 γυναίκες χρησιμοποίησαν το panic button

Βέβαια δεν θα πρέπει να παραλείπουμε και την δημιουργία  ειδικών διαμορφωμένων χώρων  που θα λειτουργούν ως safe houses, για την βραχυπρόθεσμη ασφαλή φιλοξενία γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και μελών της οικογένειάς  τους, σε όλη την επικράτεια. Χώροι οι οποίοι θα φυλάσσονται από την ΕΛ.ΑΣ., ενώ σε συνεργασία με τις δομές του Υπουργείου Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και άλλους φορείς, θα παρέχεται κάθε είδους βοήθεια και στήριξη.

 

 

 

 

 

 

Continue Reading

MEDIA

Έμφυλη Βία: Σεξισμός, άγνοια ή παρανόηση

Πολλές φορές έχουμε ακούσει σε συνομιλίες, να αποκαλούν τον συνομιλητή σε μια συζήτηση σεξιστή. Αυτοί όμως που χρησιμοποιούν αυτήν την λέξη , γνωρίζουν την έννοια αυτής, ή πολύ περισσότερο, ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου με σεξιστική συμπεριφορά, πιο άτομο είναι πραγματικά σεξιστής και τη συνεπάγεται άραγε αυτή η συμπεριφορά στο άτομο – θύμα που είναι αποδέκτης αυτής της συμπεριφοράς. Τη να εννοούμε άραγε όταν αναφέρουμε αυτή την λέξη;  Γνωρίζουμε άραγε  τις προεκτάσεις αυτής, αλλά και της επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αβίαστη χρήση αυτής της λέξης

Με τον όρο Σεξισμό, εννοούμε,  κάθε έκφραση ή πράξη, λέξη, ή χειρονομία,  η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι κάποια άτομα, πιο συχνά γυναίκες, είναι κατώτερα από άλλα. Αυτό προκύπτει  στην πεποίθηση ότι κάποια  άτομα, εξαιτίας του φύλου τους, ή της κοινωνικότητάς τους,  είναι διαφορετικά και συνήθως είναι τα ποιο ευάλωτα και τα πιο αδύναμα άτομα. Σε περισσότερο βαθμό επηρεάζονται οι γυναίκες και τα κορίτσια. Άρα αναφερόμαστε στην διαφορετικότητα του ατόμου τόσο ως προς το φύλλο, είτε αναφερόμαστε στην βιολογική του υπόσταση, είτε αναφερόμαστε στην κοινωνική υπόσταση. Συνδέεται άμεσα με τα στερεότυπα και τους ρόλους των φύλλων και αφορά στην πεποίθηση ότι το ένα φύλλο είναι ανώτερο από το άλλο. Η έννοια του φαινομένου αυτού περικλείει την έννοια ότι οι άνδρες είναι πιο σημαντικοί από τις γυναίκες και ότι οι γυναίκες είναι για να βοηθούν τους άνδρες.

Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μία μικρή παρένθεση και να αναφερθούμε στον καλοήθη σεξισμό, κατά τον οποίο το ένα φύλο και ιδιαίτερα το γυναικείο, έχει ρόλους στερεότυπους και περιοριστικούς, οι οποίοι επιφανειακά φαίνονται θετικοί. Υπάρχει ένα κύμα ευγένειας προς το γυναικείο φύλλο, όμως στην πραγματικότητα οι εκφράσεις αυτές υπομονεύουν την ανωτερότητα του άνδρα. Οι υποτιθέμενες αρετές που αποδίδονται στη γυναίκα είναι πάντα αυτές που η πατριαρχία τις θέλει να έχουν, ήτοι υπομονή, αντοχή, ενσυναίσθηση, έτσι ώστε να μπορούν να επιτελούν την συναισθηματική εργασία για όλους τους άλλους, ενώ τα δικά της συναισθήματα αγνοούνται παντελώς.

Σοβαρές και βλαβερές συνέπειες, έχει το φαινόμενο του σεξισμού, τόσο σε γυναίκες, όσο και σε άνδρες, όταν αυτά τα φαινόμενα έχουν να κάνουν με εθνικότητα, ηλικία, σεξουαλικό προσανατολισμό, αναπηρία, θρησκεία ή άλλους παράγοντες.

Φαινόμενα σεξισμού συναντούμαι σε κάθε μορφή δημόσιας και ιδιωτικής δραστηριότητας. Στον χώρο της δημοσιογραφίας ένα ποσοστό 63% έχει υποστεί λεκτική βία, ενώ για τις οικιακές εργασίες οι γυναίκες αφιερώνουν διπλάσιο χρόνο από τους άνδρες. Ενώ όλες σχεδόν οι γυναίκες έχουν δεχτεί

το  φαινόμενο του mansplaining & του manterrupting,  στον χώρο εργασίας.

Ο σεξισμός βασικά ξεκινά βασικά, από την χρήση του αρσενικού γένους,  στην ομιλία. Έτσι από την ομιλία μπορούμε να συμπεράνουμε και να αναγνωρίσουμε την συγκεκριμένη συμπεριφορά, αφού εκφράζει τον τρόπο σκέψης  και τις πράξεις μας. Σημαντικό επίσης είναι και το φαινόμενο του σεξισμού στους χώρους εργασίας. Το φαινόμενο εμφανίζεται τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, και έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση ή τον τρόπο ντυσίματος. Ο σεξισμός στο εργασιακό περιβάλλον έχει να κάνει με την υπομονεύει  την αποτελεσματικότητα των θυμάτων.

Υπομονετικά σχόλια δημιουργούν εκφοβιστική & καταπιεστική ατμόσφαιρα για αυτούς που τα αντιμετωπίζουν και μπορούν να μετατραπούν σε βία ή παρενόχληση. Τα θύματα εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψη.

Σε πολλούς τομείς εμφανίζονται φαινόμενα σεξισμού, όπως, όταν γίνονται συνεντεύξεις σε αθλήτριες, δεν αναφερόμαστε στο κατόρθωμα των αθλητριών, στην δεξιότητα και δύναμη των αθλητριών,  αλλά στον οικογενειακό τους ρόλο. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η εμφάνιση των γυναικών σε πολιτιστικές ή αθλητικές εκδηλώσεις, όπου οι γυναίκες εμφανίζονται με σέξι ενδυμασία και έχουν διακοσμητικό ρόλο. Τα σεξιστικά αστεία μπορούν να εκφοβίσουν και να κάνουν τους ανθρώπους να σωπάσουν και να υπoβαθμίσουν την σεξιστική συμπεριφορά.

Continue Reading
Green logo ENA Club with text ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ

Κατοικία

a house with a green roof and road signs left and right
tractor in the background of the text
white night text
food track
blue circle with steel construction
arrows as a circle symbol of recycling
paint cans
letters AG as logo
gear and tool as logo pavlidis
timetable

newsletter



Καιρος

Πρωτοσέλιδα

Χρήσιμα

Δρομολόγια Πλοίων από και προς Καβάλα

Γιατροί ΕΟΠΥΥ ΚΑΒΑΛΑΣ

espa logo

espa_logo_en