ΚΟΣΜΟΣ
ΗΠΑ-Ρωσία χώρισαν τον κόσμο σε 90 λεπτά

Το ρητό ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα» επιβεβαιώθηκε στην τηλεφωνική επικοινωνία Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν, με ΗΠΑ και Ρωσία να μη συζητούν μόνο για την Ουκρανία, αλλά να χωρίζουν και τον κόσμο.
Η νέα Γιάλτα αυτή τη φορά συμφωνήθηκε μέσα σε 90 λεπτά και από απόσταση, επαναλαμβάνοντας περίπου τους όρους της αμερικανορωσικής συμφωνίας που επιτεύχθηκε μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Σε αντίθετη με το παρελθόν όμως, αυτή η φορά δεν συμμετείχαν τρίτα μέρη, όπως η Ευρώπη, παρά μόνο Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Αρχικά, οι δύο πρόεδροι συμφώνησαν πως όταν τερματιστεί ο πόλεμος, θα ξεκινήσει οικονομική συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Μάλιστα, παραμερίζοντας τις διαφορές του παρελθόντος, ανακοίνωσαν ότι θα υπάρξουν ουσιαστικές συνεργασίες στον ενεργειακό τομέα.
Σε περίπτωση που γίνει πράξη η πρόθεση τους, αναμένεται να αλλάξει η διεθνής σκηνή, καθώς τα ενεργειακά ζητήματα ήταν «κόκκινο πανί» για τις δύο πλευρές, πόσο μάλλον η προοπτική όχι μόνο να συνυπάρξουν αλλά και να συνεργαστούν. Εξάλλου, τα παραδείγματα που έχουν συγκρουστεί μεταξύ τους -και με σκληρό τρόπο- για αυτό τον λόγο είναι παρά πολλά.
Έπειτα, στο τηλεφώνημα τέθηκε το ζήτημα των πυρηνικών με Τραμπ και Πούτιν να αναφέρουν ότι μαζί θα επιτηρούν τη μη διάδοσή τους. Πηγές υποστήριξαν πως δεν είναι μια απλή επιβεβαίωση της μη χρήσης τους από Ουάσιγκτον ή Μόσχα, αλλά πραγματική συνεργασία, ώστε κανένα άλλο κράτος να μην αναπτύξει πυρηνικές κεφαλές.
Αν συμβεί αυτό, τότε μπορεί να μπει φρένο στα σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν η Γαλλία να αναπτύξει μια πυρηνική ασπίδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο για να την προστατεύσει από τη Ρωσία, όσο και για αντικαταστήσει τις ΗΠΑ το Παρίσι στο ρόλο του χωροφύλακα.
Μέση Ανατολή, εναρμονισμός πολιτικών και οι χαμένοι
Από τη συζήτηση Τραμπ και Πούτιν δεν έλειψε και η αναφορά στη Μέση Ανατολή, που φλέγεται μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ.
Ο πόλεμος στην περιοχή χαρακτηρίζεται περιφερειακός, αλλά δεδομένου ότι οι εχθροπραξίες επηρεάζουν Λωρίδα της Γάζας, Ισραήλ, Λίβανο, Συρία και Υεμένη, τα πράγματα μόνο εύκολα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Οι δύο πρόεδροι λοιπόν, συμφώνησαν σε «δυνητική συνεργασία για την πρόληψη μελλοντικών συγκρούσεων στην περιοχή». Επιπλέον, όρισαν τη Μέση Ανατολή ως το μέρος που θα γίνουν σύντομα νέες διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, χωρίς να γίνεται γνωστή η χώρα που θα φιλοξενήσει τις συνομιλίες.
Η ρωσική προεδρία σχολιάζοντας τις εξελίξεις, σημείωσε ότι «το αμοιβαίο ενδιαφέρον για την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων εκφράστηκε υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης ευθύνης της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της σταθερότητας στον κόσμο». «Αυτό, με τη σειρά του, θα συμβάλει στη βελτίωση της συνολικής ατμόσφαιρας των ρωσοαμερικανικών σχέσεων. Ένα θετικό παράδειγμα είναι η κοινή ψηφοφορία στον ΟΗΕ για το ψήφισμα σχετικά με την ουκρανική σύγκρουση», πρόσθεσε στη συνέχεια.
Σύμφωνα με αναλυτές, μέχρι στιγμής χαμένοι από τη νέα Γιάλτα εμφανίζονται όσοι δεν έχουν ενταχθεί πλήρως στο άρμα των ΗΠΑ ή της Ρωσίας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να φιγουράρει στην πρώτη θέση εκείνων που δεν επωφελούνται από το «ξεπάγωμα» των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.
Εξαίρεση, αποτελεί η Ουκρανία, η οποία παρότι εντάχθηκε πλήρως σε μία πλευρά και έκανε ό,τι της ζητήθηκε από τους συμμάχους της, καλείται πλέον να τούς αποζημιώσει, ενώ θα πρέπει να βρει και τρόπο να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία, που πλέον δεν έχει να χάσει κάτι αν συνεχίσει την εισβολή.
Πηγή:newsbeast.gr
ΚΟΣΜΟΣ
Ρούμπιο: Οι ΗΠΑ ενδέχεται να αποχωρήσουν από τις προσπάθειες ειρήνευσης στην Ουκρανία

Στον απόηχο κρίσιμων διαβουλεύσεων στο Παρίσι, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάρκο Ρούμπιο, προειδοποίησε πως η αμερικανική προσπάθεια για μεσολάβηση σε μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας πλησιάζει στο τέλος της, εάν δεν προκύψουν σύντομα σημάδια προόδου.
Όπως τόνισε από τη γαλλική πρωτεύουσα, οι ΗΠΑ «θα σταματήσουν να προσπαθούν» εάν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία. «Αν δεν είναι δυνατόν να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, πρέπει να προχωρήσουμε», δήλωσε χαρακτηριστικά στους δημοσιογράφους λίγο πριν επιστρέψει στην Ουάσινγκτον.
«Ο Τραμπ έχει άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες»
Ο Ρούμπιο μετέφερε τη θέση του πρώην Προέδρου και εκ νέου υποψηφίου για τις εκλογές του Νοεμβρίου, Ντόναλντ Τραμπ, ότι η Ουάσινγκτον παραμένει πρόθυμη να μεσολαβήσει, ωστόσο ο χρόνος εξαντλείται: «Ο Πρόεδρος ενδιαφέρεται για μια λύση, αλλά έχει και άλλες προτεραιότητες σε όλο τον κόσμο. Αν δεν προχωρήσουμε, θα εστιάσουμε αλλού».
Σημαντικό μέρος των διαβουλεύσεων στο Παρίσι αφορούσε έναν προσχέδιο ειρηνευτικής συμφωνίας που παρουσιάστηκε τόσο σε Ευρωπαίους και Ουκρανούς αξιωματούχους όσο και στον Ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε λόγο για «ενθαρρυντική υποδοχή», χωρίς όμως να αποκαλύψει λεπτομέρειες του σχεδίου.
Ο ρόλος των Ευρωπαίων
Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ επεσήμανε ότι χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο-κλειδί στην επίτευξη προόδου: «Οι ιδέες τους είναι χρήσιμες και εποικοδομητικές. Πιστεύω ότι μπορούν να βοηθήσουν να φτάσουμε πιο κοντά σε μια επίλυση».
«Δεν είναι δικός μας πόλεμος»
Σε πιο αιχμηρό τόνο, ο Ρούμπιο επανέλαβε τη ρητορική Τραμπ, αποστασιοποιώντας την Ουάσινγκτον από την απευθείας εμπλοκή: «Δεν είναι δικός μας πόλεμος. Δεν τον ξεκινήσαμε. Βοηθήσαμε την Ουκρανία επί τρία χρόνια. Τώρα όμως φτάνουμε σε σημείο που πρέπει να διαπιστώσουμε αν υπάρχει προοπτική λύσης».
Ο ίδιος ανέφερε ότι για 87 ημέρες, η κυβέρνηση Τραμπ «στο υψηλότερο επίπεδο», προσπαθεί ενεργά να επιτύχει ένα τέλος στον πόλεμο και πως οι επόμενες μέρες θα κρίνουν αν αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί ή θα εγκαταλειφθεί.
Το διακύβευμα
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία διανύει τον τρίτο χρόνο του και η διεθνής κοινότητα δείχνει να αναζητά διέξοδο σε ένα αδιέξοδο, η στάση των ΗΠΑ και η προοπτική αποχώρησης από τις διαπραγματεύσεις στέλνουν ισχυρό μήνυμα προς όλες τις πλευρές: είτε θα υπάρξει σύγκλιση, είτε ο πόλεμος θα παραμείνει ένα ανοιχτό, και ενδεχομένως παγιωμένο, μέτωπο στον παγκόσμιο γεωπολιτικό χάρτη.
ΚΟΣΜΟΣ
Made in China… και η πολυτέλεια γκρεμίστηκε

Αν ονειρευόσασταν μια τσάντα Birkin αλλά σας έλειπαν 38.000 δολάρια και η διάθεση να περιμένετε μήνες σε λίστες αναμονής, ίσως ήρθε η στιγμή που το όνειρο γίνεται… προσβάσιμο. Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα δεν προκαλεί μόνο ζημιές, αλλά και αποκαλύψεις. Και αυτές είναι ικανές να αλλάξουν όσα ξέραμε για τις μάρκες πολυτελείας.
Όταν η πολυτέλεια φοράει «Made in China»
Η Κίνα έχει στα χέρια της ένα ισχυρό χαρτί: περίπου το 80% της παγκόσμιας παραγωγής ειδών πολυτελείας γίνεται εντός των συνόρων της. Gucci, Hermès, Dior, Chanel, Ferragamo, Ralph Lauren, Tom Ford, Jimmy Choo – όλοι παράγουν ρούχα, τσάντες, παπούτσια και αξεσουάρ στην Κίνα, τα οποία στη συνέχεια αποστέλλονται στην Ευρώπη για να προστεθούν απλώς τα logos.
Μέχρι πρόσφατα, το Πεκίνο προσπαθούσε να συμμορφωθεί με τις διεθνείς απαιτήσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, έχοντας θεσπίσει αυστηρούς νόμους, ποινικές ρήτρες και διαδικασίες για να προστατεύει τα brands από απομιμήσεις. Όμως, η ένταση με τις ΗΠΑ οδήγησε σε μια απότομη ανατροπή.
Το σχέδιο Li Qiang: Αντιγραφή ως αντίποινα
Στις αρχές Απριλίου, ο Κινέζος πρωθυπουργός Li Qiang ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων-απάντηση στους αμερικανικούς δασμούς. Ένα από αυτά, ίσως το πιο ηχηρό, ήταν η πρόβλεψη για δυνατότητα κινεζικών εταιρειών να αναπαράγουν προϊόντα αμερικανικών εμπορικών σημάτων — ακόμα και με τις ίδιες προδιαγραφές.
Το σημαντικό είναι πως δεν πρόκειται για πρόχειρες απομιμήσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, το Πεκίνο εξετάζει το ενδεχόμενο να επιτρέψει την παραγωγή αυθεντικών ειδών πολυτελείας χωρίς την ετικέτα τους, χρησιμοποιώντας τα ίδια εργοστάσια, τα ίδια υλικά και τους ίδιους τεχνίτες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των “πρωτότυπων”. Μιλάμε δηλαδή για ακριβώς τα ίδια προϊόντα, χωρίς τη “μαγεία” του ονόματος.
Τα κόστη που σοκάρουν
Αναλύσεις κοστολόγησης δείχνουν ότι οι εμβληματικές Birkin της Hermès έχουν κόστος κατασκευής μόλις 1.400 δολάρια, αλλά πωλούνται από 38.000 μέχρι και 2 εκατομμύρια. Αθλητικά παπούτσια από Nike, Adidas και Puma κοστίζουν 10 δολάρια στην παραγωγή και φτάνουν στα 150 δολάρια στο λιανικό εμπόριο. Αντίστοιχες αναλογίες εντοπίζονται σε μάρκες όπως Michael Kors, Calvin Klein, Tom Ford και Jimmy Choo.
Το ίδιο ισχύει και για τα καλλυντικά. Προμηθευτές όπως η Thai Ho Group είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή προϊόντων Dior, Lancome και L’Oréal, με κόστος μόλις 5 δολάρια ανά μονάδα. Όλα αυτά καταλήγουν στις ευρωπαϊκές αγορές με τιμές που δεκαπλασιάζονται ή και εικοσαπλασιάζονται, αφού περάσουν από τις απαραίτητες… επωνυμίες.
Η μετάβαση από τη διακριτική πολυτέλεια στην παραγωγική διαφάνεια
Αυτό που αποκαλύπτεται πλέον είναι ότι η «πολυτέλεια» στηρίζεται όχι στην ποιότητα ή στη σπανιότητα, αλλά στην αίσθηση αποκλειστικότητας και την επιτυχία του branding. Οι ίδιοι εργάτες, τα ίδια υλικά, τα ίδια εργοστάσια παράγουν τα ίδια προϊόντα με και χωρίς logo — αλλά η τιμή αλλάζει δραματικά.
Πολλές εταιρείες που επηρεάζονται από την κινεζική στροφή ανησυχούν ότι η αγορά τους απειλείται. Ralph Lauren, Tom Ford, Coach, Jimmy Choo και άλλοι κολοσσοί φοβούνται ότι θα δουν μια «νόμιμη πλημμυρίδα» δικών τους προϊόντων να διατίθενται στο κόστος παραγωγής.
Όταν η ηθική συναντά την οικονομία
Η στροφή της Κίνας θυμίζει την τακτική της Ρωσίας μετά τις κυρώσεις του 2022, όταν και νομιμοποίησε τις παράλληλες εισαγωγές χωρίς έλεγχο πνευματικής ιδιοκτησίας. Τώρα, η Κίνα απειλεί να κινηθεί με παρόμοιο τρόπο: όχι απλώς αγνοώντας τα brands, αλλά χρησιμοποιώντας τα ίδια τους τα εργαλεία — την παραγωγική βάση.
Πέρα όμως από το οικονομικό σκέλος, η συζήτηση έχει ανοίξει σε βαθύτερα ερωτήματα: Τι είναι τελικά η πολυτέλεια; Αν δύο ίδια προϊόντα κατασκευάζονται με τα ίδια πρότυπα, αλλά το ένα κοστίζει 50 φορές περισσότερο λόγω του λογότυπου, τότε ποια είναι η πραγματική του αξία;
ΚΟΣΜΟΣ
ΗΠΑ – Κίνα: Το στρατηγικό δίλημμα του Τραμπ

Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά του στον Λευκό Οίκο, πολλοί πίστεψαν ότι θα επιχειρούσε να διαχειριστεί τις βαθιές διαφορές με την Κίνα. Η ρητορική του ίδιου και των συνεργατών του έδειχνε αρχικά διάθεση να επιλυθούν κρίσιμα ζητήματα όπως οι εμπορικές διαφορές, η ένταση στην Ταϊβάν, η παραγωγή φαιντανύλης και η τύχη του TikTok.
Ωστόσο, όπως σημειώνει σε ανάλυσή του στους New York Times ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Σάνγκερ, η πραγματικότητα σήμερα απέχει πολύ από αυτές τις προσδοκίες.
Η στρατηγική σύγχυση και ο διχασμός στον Λευκό Οίκο
Σύμφωνα με τον Σάνγκερ, ο Λευκός Οίκος παραμένει διχασμένος για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαχειριστεί τη σχέση με το Πεκίνο. Οι εμπορικοί δασμοί τέθηκαν σε εφαρμογή πριν καν υπάρξει ενιαία στρατηγική ή σαφής ιεράρχηση προτεραιοτήτων.
Άλλοι αξιωματούχοι προωθούν την ιδέα εξαναγκασμού της Κίνας μέσω εμπορικής πίεσης, ενώ άλλοι βλέπουν στον Τραμπ έναν ηγέτη που επιδιώκει μια αυτάρκη αμερικανική οικονομία, ανεξάρτητη από τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλο.
Ο Ρας Ντόσι, καθηγητής στο Τζόρτζταουν και μέλος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, σχολιάζει:
«Δεν έχουν ακόμη στρατηγική. Έχουν ασύνδετες τακτικές».
Κλιμάκωση χωρίς σαφή κατεύθυνση
Παρά τις εξαγγελίες για εξαιρέσεις σε εμπορικά αγαθά, ο Τραμπ εξετάζει νέους δασμούς σε κρίσιμα προϊόντα όπως τσιπ υπολογιστών και φαρμακευτικά είδη. Το Πεκίνο απαντά ελεγχόμενα, αναστέλλοντας εξαγωγές κρίσιμων πρώτων υλών, θέλοντας να δείξει ότι μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα Νίκολας Μπερνς δηλώνει πως η κατάσταση συνιστά «μία από τις σοβαρότερες κρίσεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας από το 1979», όταν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις.
Το μεγάλο ερώτημα πλέον είναι ποιος από τους δύο ηγέτες –ο Τραμπ ή ο Σι Τζινπίνγκ– θα κάνει πρώτος πίσω, πολιτικά και οικονομικά.
Από τον Νίξον στον Τραμπ: Μια διαχρονική πρόκληση
Η διαχείριση της σχέσης ΗΠΑ – Κίνας δεν είναι εύκολη υπόθεση για καμία αμερικανική κυβέρνηση. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ εργάστηκαν χρόνια για το άνοιγμα προς την «Κόκκινη Κίνα». Ο Κλίντον ξεκίνησε με σκληρή στάση και κατέληξε να εισάγει την Κίνα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ο Τζορτζ Μπους εστίασε στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ ο Μπάιντεν έβαλε φρένο στην τεχνολογική πρόσβαση της Κίνας.
Όμως, ο Τραμπ αντιμετωπίζει ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σημειώνει ο Σάνγκερ. Η διασύνδεση των δύο οικονομιών, η τεχνολογική εξάρτηση και η παγκόσμια γεωπολιτική συγκυρία καθιστούν τον ανταγωνισμό πιο περίπλοκο από ποτέ.
Στο σταυροδρόμι: Συμβιβασμός ή ρήξη;
Ο Σάνγκερ καταλήγει επισημαίνοντας πως ο Τραμπ καλείται να επιλέξει:
Έναν δύσκολο «γάμο» με την Κίνα ή ένα απότομο «διαζύγιο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ΗΠΑ και τον κόσμο.