ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τα ABS της Ευρωζώνης κόλλησαν. Ολοταχώς σε παγίδα ρευστότητας

Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα αυτοκίνητα όταν κολλήσουν τα φρένα, ακόμα κι όταν είναι ABS, έτσι ακριβώς γίνεται και στην οικονομία όταν οι προσπάθειες αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και επανενεργοποίησης της διάθεσης των επενδυτών για ανάληψη ρίσκου πέφτουν στο κενό. 

Μπορεί λοιπόν η ΕΚΤ και ο σούπερ Μάριο να ρίχνουν τρισεκατομμύρια, να διατηρούν σχεδόν μηδενικά τα επιτόκια και να κάνουν stress tests για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του συστήματος, εν τούτοις όμως αυτό βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης. 

Ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει επενδύσει πάνω στην επανάκαμψη της αγοράς των καλυμμένων προϊοντοποιημένων δανείων (Asset Backed Secutities) η αγορά παρουσιάζει σαφείς ενδείξεις ύφεσης, με το σύνολο των προϊόντων που έχουν εκδοθεί στο πρώτο τετράμηνο του 2015 να υποχωρεί στα 25 δισ. έναντι 31 δισ. την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι και παρά το γιγαντιαίο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing) που ανακοίνωσε ο Μάριο Ντράγκι.

Οι αιτίες της επιβράδυνσης δεν είναι ορατές όμως δια γυμνού οφθαλμού. Μπορεί τα ABS να είναι πιο αποτελεσματικός τρόπος για το ξεπάγωμα της πιστωτικής και διατραπεζικής αγοράς, μπορεί η ΕΚΤ να τα δέχεται ως εχέγγυα για τη δανειοδότηση τραπεζών ωστόσο αυτές είτε δεν χρειάζονται το ρευστό, είτε δεν διαθέτουν ικανά εχέγγυα, είτε δεν υπάρχει λόγος να αυξήσουν τη ρευστότητά τους.

Το πρόβλημα είναι όμως πολυδιάστατο. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανάγκη το ρευστό, θέλουν να πουλήσουν προϊοντοποιημένα και εξασφαλισμένα δάνεια (πχ στεγαστικά, επιχειρηματικά), αλλά αφενός δεν έχουν απευθείας πρόσβαση στον ELA, αφετέρου λόγω της κρίσης το χαρτοφυλάκιό τους –ακόμα και οι εξασφαλίσεις- έχει καταποντιστεί και τέλος σε αυτό το περιβάλλον το ρίσκο της εκ νέου δανειοδότησης επιχειρήσεων είναι μεγάλο και μη δαιχειρίσιμο από τις τράπεζες που έχουν ήδη συσσωρευμένες προβλέψεις στο 44-50% του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.

Από την άλλη πλευρά οι τράπεζες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης διαθέτουν ήδη επαρκή ρευστότητα και θα μπορούσαν να κινηθούν επεκτατικά ακόμα και με τα υφιστάμενα κεφάλαια. Η νωχελική οικονομική ανάκαμψη της Ευρωζώνης, η πολιτική αβεβαιότητα που γεννάται από την αδυναμία των περισσοτέρων οικονομιών να βγουν από το τέλμα και από τη συζήτηση για Brexit και Grexit αποτελούν αποτρεπτικούς παράγοντες για την ανάληψη ρίσκου.

Μπορεί λοιπόν ο Μάριο Ντράγκι να ανοίγει τις κάνουλες της ΕΚΤ με το QE, να επιβάλλει αρνητικά επιτόκια στο λιμνάζον χρήμα στην ΕΚΤ, να έχει διεξάγει τρια διαδοχικά stress tests για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος, μετά την κρίση του 2007-8, αλλά οι ενέργειές δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γι αυτό ευθύνεται βέβαια ο κακός χρονισμός καθώς η ΕΚΤ έδρασε πληθωριστικά με καθυστέρηση 18-24 μηνών από τη Fed και δεν εξασφάλισε εγκαίρως την απαραίτητη πολιτική στήριξη για την εμπέδωση της δράσης. Εκτός αυτού πόνταρε στο spillover effect αντί στην άμεση στήριξη των αδυνάμων με αποτέλεσμα να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή οικονομία και το τραπεζικό σύστημα σε παγίδα ρευστότητας και νευρικής ανορεξίας –όσον αφορά την ανάληψη επενδυτικού ρίσκου-.

Αποτέλεσμα είναι η ρευστότητα να παραμένει παγιδευμένη σε όσους δεν την έχουν ανάγκη, η πολιτική ανωμαλία να εμποδίζει τους διψασμένους να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή και η υπερσυσώρευση κεφαλαίου να οδηγεί σε παρατεταμένη περίοδο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, αδυναμίας περιορισμού της ανεργίας και έλλειψης κινήτρων.

Ο συνδυασμός αυτός οδηγεί νομοτελειακά στη φυγή επενδυτικών κεφαλαίων τα οποία δεν επενδύουν σε οικονομίες που δεν διαφαίνεται προοπτική αύξησης της κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα τα κεφάλαια που σπρώχνει στο σύστημα η ΕΚΤ μπορούν μόνο να βρουν διέξοδο σε αγορές εκτός της Ευρωπαϊκής ή να λιμνάσουν σε μη αποδοτικά κρατικά ομόλογα χωρών, όπως η Γερμανία.

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version