Από το προφίλ της συγκεκριμένης δεξαμενής ψηφοφόρων που διερεύνησαν οι αναλυτές της εταιρείας μετρήσεων προκύπτει ότι στην πλειονότητά τους αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι (26,2%) και κεντροαριστεροί (21,8%), ενώ έχουν ποικίλη κομματική προέλευση έχοντας ψηφίσει Ν.Δ. (28%), ΣΥΡΙΖΑ (24%) και ΠΑΣΟΚ (16,7%), γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κρίσιμη μάχη θα δοθεί -κι αυτή τη φορά- για την επικράτηση στον χώρο του Κέντρου.
Την ίδια ώρα, άλλωστε, τα κόμματα της πέραν της Ν.Δ. Δεξιάς εμφανίζονται μεν με ενισχυμένη απήχηση, πλην όμως φαίνεται ότι οι δυνάμεις τους έχουν πιάσει ταβάνι και το μόνο διακύβευμα της δικής τους προεκλογικής καμπάνιας θα είναι πιθανότατα η διεκδίκηση του 2,2% του εκλογικού σώματος που εξακολουθεί να συντάσσεται με τον σχηματισμό Σπαρτιάτες, ο οποίος δεν θα συμμετάσχει στις εκλογές μετά την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου που κατέληξε ότι πραγματικός αρχηγός τους είναι ο έγκλειστος στις φυλακές πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής Ηλίας Κασιδιάρης.
Αναλυτικότερα, από τα ευρήματα της μέτρησης στην πρόθεση ψήφου προκύπτει ότι η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης της δύναμής της, αφού συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη έρευνα της Marc κέρδισε μία μονάδα και έφτασε στο 30,6%, ποσοστό που είναι υπερδιπλάσιο από τον επόμενο στην κατάταξη αντίπαλό της. Σε ανοδική τροχιά κινείται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ανέβασε κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες την απήχησή του κατά το τελευταίο τρίμηνο και με 12,8% πέρασε καθαρά δεύτερος, πλην όμως απέχει σημαντικά από τον στόχο της ανατροπής των συσχετισμών που έχει θέσει ο αρχηγός του Στέφανος Κασσελάκης.
Ο Βελόπουλος
Πτωτικά, στον αντίποδα, εξακολουθεί να πορεύεται το ΠΑΣΟΚ που απώλεσε 4 εκατοστιαίες μονάδες από τον περασμένο Ιανουάριο και βρίσκεται μακριά από την επιδίωξη του προέδρου του Νίκου Ανδρουλάκη να αναδειχθεί σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπό προϋποθέσεις, μάλιστα, η Χαριλάου Τρικούπη κινδυνεύει να χάσει και την τρίτη θέση αν δεν ανακοπεί η τάση ανόδου που παρουσιάζει η Ελληνική Λύση, η οποία κέρδισε 3 μονάδες το τελευταίο τρίμηνο και μπορεί -μαζί με τη Φωνή Λογικής- να συμμετάσχει στη λεία των ψήφων των Σπαρτιατών.
Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι στην εκτίμηση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών η ανώτατη τιμή την οποία υπολογίζεται ότι μπορεί να φτάσει το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, που είναι το 11,1%, είναι μεγαλύτερη από την κατώτατη τιμή του 10%, όπου υπολογίζεται ότι μπορεί να βρεθεί η εκλογική δύναμη του ΠΑΣΟΚ.
Με βάση την εκτίμηση της Marc για το τελικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η Νέα Δημοκρατία, που παρουσιάζει συσπείρωση των παλαιών της ψηφοφόρων σε ποσοστό 69,2%, αναμένεται να βρεθεί στο 33,4%, αφήνοντας πολύ πίσω τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, με συσπείρωση της τάξης του 52,8%, ανεβαίνει στο 14,7%, που υπολείπεται σαφώς τόσο από το 17,83% που συγκέντρωσε ο Αλέξης Τσίπρας στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές όσο, πολύ περισσότερο, από το 23,75% των ευρωεκλογών του Μαΐου του 2019.
Για το ΠΑΣΟΚ η εκτίμηση είναι ότι θα κινηθεί πέριξ του 11,4%, που είναι πολύ κοντά στο 11,84% των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών, αλλά μεγαλύτερο από το 7,72% που είχε η Χαριλάου Τρικούπη στις τελευταίες ευρωεκλογές. Κερδισμένοι της αναμέτρησης θα είναι η Ελληνική Λύση, εφόσον επιβεβαιωθεί η εκτίμηση για ποσοστό 9,8%, το ΚΚΕ, που υπολογίζεται να φτάσει στο 8,5%, καθώς και η Πλεύση Ελευθερίας, εφόσον φτάσει στο 5,3%.
Χαμηλότερα, αλλά πάνω από το όριο του 3%, κινείται η Νίκη, που υπολογίζεται να φτάσει στο 3,4%, και είναι το έβδομο και τελευταίο που περνά τον πήχη της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και μπορεί να ελπίζει στην εκλογή ευρωβουλευτή. Κάτω από τον ίδιο πήχη φαίνεται να περνούν η Νέα Αριστερά με 2,5%, το ΜέΡΑ25 με 2,4%, η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου με 2,2% και οι Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου με 1,7%.
Η υπεροχή της κυβερνητικής παράταξης προκύπτει και από ένα επιπλέον εύρημα της μέτρησης της Marc που αφορά την κομματική εγγύτητα που αισθάνονται οι πολίτες. Ειδικότερα, στο σχετικό ερώτημα, το 32,5% του δημοσκοπικού δείγματος απάντησε ότι βρίσκεται πιο κοντά στη Ν.Δ., ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι 12,9% και για το ΠΑΣΟΚ 10,9%. Επονται η Ελληνική Λύση με 8%, το ΚΚΕ με 7,5%, η Πλεύση Ελευθερίας με 3,9%, ενώ ακόμη χαμηλότερα βρίσκονται τα υπόλοιπα κόμματα και ένας στους 11 (10,9%) απαντά ότι δεν νιώθει κοντά σε κάποιο κόμμα.
Πέμπτος σε δημοφιλία ο Ανδρουλάκης
Προωθητικά για τους σχεδιασμούς του Μεγάρου Μαξίμου και της Πειραιώς φαίνεται να λειτουργεί και το crash test μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερέχει σε δημοφιλία και αποσπά πολύ μεγάλο προβάδισμα στην έκφραση εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του από τους πολίτες. Ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Ν.Δ. έχει το μεγαλύτερο ποσοστό θετικής γνώμης (42,3%) και το μικρότερο στις αρνητικές γνώμες (57%) ανάμεσα στους 10 ηγέτες ισάριθμων κοινοβουλευτικών κομμάτων που μέτρησε η Marc.
Στη δεύτερη θέση (με 35,9%) κατατάσσεται ο Δημήτρης Κουτσούμπας και ακολουθεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου (με 33,6%). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πλασάρισμα στην τέταρτη θέση (27%) του Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος προηγείται με βραχεία κεφαλή από τον Νίκο Ανδρουλάκη (26,9%) αλλά και από τον Στέφανο Κασσελάκη (25,9%). Χαμηλότερα κινούνται ο Κυριάκος Βελόπουλος (25%), ο Αλέξης Χαρίτσης (20,2%), ο Δημήτρης Νατσιός (12,8%) και ο Βασίλης Στίγκας (7,5%).
Το ηγετικό προφίλ του πρωθυπουργού διευρύνεται σημαντικά όταν καλούνται οι πολίτες να υποδείξουν τον πολιτικό αρχηγό που εμπιστεύονται περισσότερο στο τιμόνι της χώρας. Το 37,6% υπέδειξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος είναι ο μόνος που συγκεντρώνει ποσοστό που υπερβαίνει τη δύναμη του κόμματός του στην πρόθεση ψήφου. Πολύ πίσω στη δεύτερη θέση βρίσκεται ο Στέφανος Κασσελάκης με 10,3% και ακολουθούν ο Κυριάκος Βελόπουλος με 6,7%, ο Νίκος Ανδρουλάκης με 6,2%, ο Δημήτρης Κουτσούμπας με 5,5%, η Ζωή Κωνσταντοπούλου με 4,9%, ο Δημήτρης Νατσιός με 1,5%, ο Ανδρέας Λοβέρδος με 1,3%, ο Αλέξης Χαρίτσης με 1% και ο Βασίλης Στίγκας με 0,4%.
Η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει στην κοινή γνώμη ο Κυριάκος Μητσοτάκης οικοδομείται χάρη και στην απήχηση που βρίσκει σε ψηφοφόρους άλλων κομμάτων. Με βάση την ψήφο που έδωσαν στις βουλευτικές εκλογές του 2023 δηλώνουν ότι τον εμπιστεύονται το 78% όσων ψήφισαν Ν.Δ., το 17,9% όσων ψήφισαν ΠΑΣΟΚ και το 8,1% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα η εμπιστοσύνη αυτών που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στο πρόσωπο του Στέφανου Κασσελάκη είναι στο 38,1% και από όσους ψήφισαν ΠΑΣΟΚ εμπιστοσύνη στον Νίκο Ανδρουλάκη εκφράζει το 38,3%. Εξάλλου, ο πρωθυπουργός κερδίζει την εμπιστοσύνη του 75,5% των κεντροδεξιών, του 59,5% των δεξιών και προηγείται με 38,8% στους κεντρώους, στους οποίους η προτίμηση στον κ. Ανδρουλάκη περιορίζεται στο 8,9%, στον κ. Βελόπουλο στο 8,3% και στον κ. Κασσελάκη στο 7,4%.
Αντέχει η κυβέρνηση
Σε φάση ανάκαμψης της εικόνας της στην κοινή γνώμη φαίνεται να βρίσκεται και η κυβέρνηση, η οποία βελτιώνει ελαφρώς τα αποτελέσματα της αξιολόγησής της. Το 39,3% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησε ότι αξιολογεί θετικά τους πρώτους δέκα μήνες της δεύτερης θητείας Μητσοτάκη, ενώ τον προηγούμενο μήνα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 38,6%. Υπερτερούν οι πολίτες που κάνουν αρνητική αξιολόγηση αλλά το ποσοστό τους μειώθηκε σε 59,8% από 60,5%, που ήταν στην αμέσως προηγούμενη μέτρηση. Θετικό πρόσημο βάζουν δύο στους τρεις (75,7%) που ψήφισαν Ν.Δ. πριν από έναν χρόνο, αλλά και ένας στους τέσσερις (25,2%) που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ. Ενώ αρνητικά βαθμολογούν την κυβέρνηση οι εννέα στους δέκα ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (90,2%) και των μικρότερων κομμάτων (87,1%).
Η ανατροπή, εξάλλου, που καταγράφεται στη μάχη για τη δεύτερη θέση που δίνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αποτυπώνεται και στις απαντήσεις που έδωσαν οι πολίτες όταν κλήθηκαν να εκφράσουν άποψη για το κόμμα που, κατά τη γνώμη τους, ασκεί την πιο ουσιαστική αντιπολίτευση. Ενώ τον προηγούμενο μήνα η διαφορά υπέρ της Κουμουνδούρου ήταν μικρή, αφού το 12,6% είχε υποδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ και το 11,7% το ΠΑΣΟΚ, στη νέα μέτρηση η ψαλίδα της διαφοράς άνοιξε, καθώς πιο ουσιαστική θεωρεί την αντιπολίτευση από το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη το 15,6% έναντι του 12,7% που πιστεύει το ίδιο για το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη.
Περισσότερες από 100.000 υποθέσεις του νόμου Κατσέλη έχουν προγραμματιστεί να εκδικαστούν την προσεχή διετία 2017-2018. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να δοκιμάσει τις “αντοχές” τόσο των δικαστηρίων και των οφειλετών όσο και των τραπεζών. Η εμπροσθοβαρής εξέταση των αιτήσεων είναι αποτέλεσμα της πρόσφατης αλλαγής του νόμου, που υποχρέωσε τα Ειρηνοδικεία να επισπεύσουν κατά μία τριετία τον χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων, συνωστίζοντας τον κύριο όγκο των υποθέσεων.
Σύμφωνα με την “Καθημερινή”, πρόκειται για πάνω από τις μισές υποθέσεις που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη, οι οποίες συνολικά ξεπερνούν τις 170.0000 και αφορούν σε δάνεια συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ. Η πλεινότητα των υποθέσεων θα εκδικαστεί τα επόμενα χρόνια.
Η εικόνα που προκύπτει από τις μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί (σ.σ.: υπολογίζονται περί τις 40.000), απέχει από τη γενικευμένη εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι ο νόμος Κατσέλη αποτελεί “πλυντήριο” για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που καταχρηστικά ζητούν τη διευθέτηση των οφειλών τους.
Αν και πολλοί επιχείρησαν να ενταχθούν στον νόμο με στόχο να κερδίσουν ασυλία, η συσσωρευμένη εμπειρία που έχει αποκτηθεί πλέον στα ελληνικά δικαστήρια περιορίζει τις πιθανότητες καταχρηστικής συμπεριφοράς. Χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το ποσοστό εκείνων που επιτυγχάνουν πλήρη απαλλαγή του χρέους τους δεν ξεπερνά το 0,5%.
Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό αιτήσεων που φθάνει το 30%-35%, δηλαδή μία στις τρεις απορρίπτεται είτε για λόγους τυπικούς είτε για λόγους ουσίας, δικαιώνοντας δηλαδή την τράπεζα ως προς τις διεκδικήσεις της απέναντι σε δανειολήπτες. Πρόκειται για περιπτώσεις που απορρίπτονται ως αβάσιμες, ανειλικρινείς ή απαράδεκτες. Μία αίτηση μπορεί να απορριφθεί ως αβάσιμη γιατί κάποιος διαπιστώθηκε ότι ενήργησε δόλια. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση δημοσίου υπαλλήλου που αξιολογήθηκε ως δόλια, κρίνοντας ότι υπερχρεώθηκε γνωρίζοντας ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούσαν για να αποπληρώσει τις οφειλές του. Αντίστοιχα μπορεί κάποιος να κριθεί ως ανειλικρινής γιατί απέκρυψε περιουσία ή γιατί ενώ έχει την εμπορική ιδιότητα έκανε αίτηση ένταξης στον νόμο.
Οι περιπτώσεις, ωστόσο, αυτές δεν αναιρούν την ουσία του νόμου που είναι η διευθέτηση της οφειλής βάσει της οικονομικής δυνατότητας του δανειολήπτη και οι οποίες αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα πολλών εξ αυτών που καταφεύγουν στην προστασία του νόμου. Πρόκειται για το 60%-65% που επιτυγχάνει διευθέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων ή ανάλογα την προστασία της πρώτης του κατοικίας, με “κούρεμα” μέρους της οφειλής και ρύθμιση του υπολοίπου σε βάθος χρόνου. Το ύψος του “κουρέματος” ποικίλλει ανάλογα με το είδος του δανείου και φυσικά την οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη. Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία προκύπτει ότι τα δικαστήρια συνομολογούν σε “κούρεμα” όταν ο οφειλέτης δεν διαθέτει ακίνητη περιουσία, ενώ βασική παράμετρος που κρίνει και το πόσο γενναιόδωρη μπορεί να είναι μια απόφαση είναι οι εξασφαλίσεις που έχει ένα δάνειο.
Έτσι οι διαγραφές μπορεί να φτάσουν το 60% ή 70% της οφειλής εάν πρόκειται για χρέη από καταναλωτικά δάνεια και κάρτες. Στην περίπτωση αυτή και με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης δεν έχει ακίνητη περιουσία, η υποχρέωσή του εξαντλείται στο να πληρώνει για τρία χρόνια το ποσό που του αναλογεί και αφού συνεκτιμηθούν τα καθημερινά του έξοδα με βάση τις ανάγκες διαβίωσης όπως έχουν προσδιοριστεί από την ΕΛΣΤΑΤ. Σε κάθε περίπτωση, εάν τα εισοδήματά του δεν αρκούν και για να πληρώνει τους πιστωτές του το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από τα χρέη.
Διαφορετική είναι η κατάσταση στην περίπτωση που η οφειλή αφορά στεγαστικό δάνειο. Το “κούρεμα” που μπορεί να επιδικαστεί είναι συνήθως μικρότερο και κυμαίνεται μεταξύ 20% ή 30% του ποσού που χρωστά ο οφειλέτης και πάντα με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για την πρώτη κατοικία, την οποία ο οφειλέτης θέλει να προστατεύσει.