ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Ελλάδα πρέπει να βρει βηματισμό

Κλείνουμε αισίως τον έβδομο χρόνο κρίσης. Μιας κρίσης οικονομικής, μα στα θεμέλιά της συνάμα αξιακής και ηθικής, η οποία διαβρώνει στο διάβα της υπάρξεις και συνειδήσεις. Η Ελλάδα, ο αδύναμος κρίκος της Ε.Ε. –όπως αληθώς (αλλά και τεχνηέντως πολλές φορές) παρουσιάζεται από τα διεθνή και ευρωπαϊκά ΜΜΕ η χώρα μας- είδε στη διάρκεια αυτών των ετών το ΑΕΠ της να μειώνεται δραματικά και το δημόσιο χρέος της να αυξάνεται διαρκώς (και να συνεχίζει να βαίνει αυξανόμενο, παρά τις πλείστες όσες θυσίες των πολιτών της), ενώ βρέθηκε αρκετές φορές στο χείλος της χρεοκοπίας και της εξόδου από την ευρωζώνη (γεγονός μάλλον αληθές, σύμφωνα με τις κατά καιρούς αποκαλύψεις από τους διαδρόμους των Βρυξελλών και των …. Καννών).

Αντιστοίχως, οι Έλληνες βρέθηκαν και συνεχίζουν να βρίσκονται σφόδρα χιμαζόμενοι από την ανέχεια, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι έπεσαν θύματα δραματικών περικοπών, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις υπέστησαν αλλεπάλληλες φοροεπιδρομές, η ανεργία έφτασε στα επίπεδα (αρνητικού) ρεκόρ του 28%, το νέο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας (στις τάξεις του οποίου η ανεργία έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα) εξέρρευσε μαζικά προς το εξωτερικό και αυτό που στην Μεταπολίτευση ονοματίστηκε «μεσαία τάξη» τείνει προς εξαφάνιση.

Τα παραπάνω, σε επίπεδο διαπίστωσης, είναι χιλιοειπωμένα. Πολύ –επίσης- μελάνι έχει χυθεί και για το εάν η μέχρι σήμερα επιλεγείσα πολιτική αντιμετώπισης της πρωτοφανούς αυτής κρίσης υπήρξε η ενδεδειγμένη ή εάν τελικώς υπήρχε και άλλη επιλογή.

Το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι τί μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα. Τα επαχθή (ακόμα και για τους νοήμονες εκ των νεοφιλελευθέρων) Μνημόνια, μαζί με τον γενικό ορυμαγδό, κόμισαν στους κρατούντες το αναγκαίο (στην χώρα που όλα μετρώνται με τη μεζούρα του «πολιτικού κόστους») άλλοθι για αυτονόητες διαρθρωτικές αλλαγές (αυτό που κατά παράφραση και μάλλον έχοντας κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό του είχε περιγράψει ως «επανάσταση του αυτονοήτου» κάποιος αποτυχών Πρωθυπουργός της χώρας), πλην όμως αυτές δεν προχωρούν ή δεν προχωρούν όσο τολμηρά και αποφασιστικά θα έπρεπε. Έτσι, τη στιγμή που τα πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονται με τα «εργαλεία» της υπερφορολόγησης και των πάσης φύσεως οριζόντιων περικοπών, κάθε λογής «Οργανισμοί για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας» συνεχίζουν να υφίστανται και να βαρύνουν τον Έλληνα φορολογούμενο. Την ίδια στιγμή, κάθε εθνική προσπάθεια θέσπισης σταθερού φορολογικού και αναπτυξιακού νομοθετικού πλαισίου, η ευόδωση της οποίας θα συνέτεινε –πράγματι- στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και θα έδινε σάρκα και οστά στο φάντασμα της ανάπτυξης, καταλήγει όλως αποσπασματική και πρόχειρη, επαφιέμενη στις δεκάδες τροποποιήσεις και ερμηνευτικές εγκυκλίους που θα επακολουθήσουν. Παράλληλα, λιμνάζοντα και χρόνια προβλήματα σε βασικούς πυλώνες της κοινωνίας παραμένουν τέτοια.

Το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα αλλάζει κάθε τόσο, με γνώμονα τις εμπνεύσεις και τις πολιτικές ανάγκες του εκάστοτε Υπουργού (με την απαξίωση των ελληνικών πανεπιστημίων να αποτυπώνεται ανάγλυφα στις εκάστοτε δημοσιευόμενες διεθνείς αξιολογήσεις), η Υγεία νοσεί (με τις παγκόσμιες –μεταξύ άλλων- πρωτοτυπίες αφενός γιατροί να βρίσκονται επί μακρόν στην αναμονή για την έναρξη της ειδικότητάς τους, την ίδια στιγμή που τα νοσοκομεία παραπονούνται για έλλειψη ιατρών λόγω της μαζικής εκροής τους στο εξωτερικό και αφετέρου πολυδάπανος ιατρικός εξοπλισμός να υπάρχει μεν, να μην χρησιμοποιείται δε λόγω ελλείψεως χειριστών του) και η Δικαιοσύνη ταλανίζεται από εφευρισκόμενα και εκπληρούντα (μικρο)πολιτικούς σκοπούς ζητήματα τύπου «Αντιρατσιστικό νομοσχέδιο», τα οποία (δείχνουν να) βρίσκουν λύσεις που προσομοιάζουν με αυτοεκπληρούμενες προφητείες, τη στιγμή που υφίσταται ήδη επαρκές νομοθετικό και εν γένει νομικό οπλοστάσιο αντιμετώπισής τους και –κυρίως- απείρως σημαντικότερα προβλήματα (όπως αυτό της υποστελέχωσης των Δικαστηρίων που οδηγεί πρακτικά σε αρνησιδικία).

Αλλά και η διεθνής παρουσία της χώρας μοιάζει προβληματική και φοβική, με τους αξιωματούχους να κοιτούν μάλλον με αμηχανία τα όσα όλως σημαντικά συμβαίνουν ανά την υφήλιο. Στη σκακιέρα του Κυπριακού παίζει ο αντίπαλος μόνος του, στο πεδίο της συγκρότησης ενός τόξου «Ευρωπαϊκού Νότου», που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης στα κέντρα λήψεως αποφάσεων και ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της άκρατης λιτότητας που επιβάλλει το άλλο (Βόρειο) μπλοκ, η Ελλάδα –παρά την πρόσφατη Προεδρία της- δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία, στο Σκοπιανό περιμένουμε την …. Αμφίπολη να μας χαρίσει μια διπλωματική νίκη (για να επανέλθουμε –πιθανότατα- στο σενάριο του γεωγραφικού προσδιορισμού) και στις σχέσεις με τη Ρωσία (που φαντάζουν ιδιαίτερες και «ομόδοξες» μόνο στο δικό μας μυαλό) ψάχνουμε τρόπο να ….. αποκλειστούν τα ροδάκινα από το εμπορικό εμπάργκο, άλλως «θα διεκδικήσουμε μέχρι κεραίας την αποζημίωση των αγροτών από την Ε.Ε.».

Με αυτά και με εκείνα, ο νεοέλληνας στέκεται ενεός στην εκάστοτε φοροεπιδρομή, διαβάζει υπνωτισμένος επί μήνες εάν και πώς θα επιτευχθεί ο μαγικός αριθμός των «180» για την προεδρική εκλογή και ενίοτε διασκεδάζει με τις γραφικότητες του κάθε Νικολόπουλου. Πλην –όμως- η παρούσα κρίση είναι παράλληλα και μια ιστορική ευκαιρία να απαλλαγεί η χώρα από τα κακώς κείμενα πολλών δεκαετιών, να ανακτήσει την αξιοπιστία της και να προβεί σε δομικές αλλαγές. Η εκλογική συρρίκνωση των πάλαι ποτέ δύο πόλων του εγχώριου πολιτικού συστήματος καθιστά επιβεβλημένη την συνεργασία κομμάτων και πολιτικών χώρων, προκειμένου να δημιουργούνται ανθεκτικές κυβερνήσεις. Και εάν η παρούσα κυβέρνηση συνεργασίας παρουσιάζει συχνά-πυκνά αρρυθμίες και πολυφωνία (κάτι όχι απαραιτήτως άσχημο), αυτό είναι –κυρίως- απότοκο του καινοφανούς του φαινομένου στην Ελλάδα (τη στιγμή που σε πολλές προηγμένες χώρες της Ευρώπης είναι ήδη πολιτική κουλτούρα). Η ριζική, λοιπόν, αλλαγή του εγχώριου πολιτικού χάρτη επιτάσσει ευρύτερες συναινέσεις, πολιτικές συνθέσεις και προγραμματικές συμφωνίες που μόνο καλό μπορούν να κάνουν στον τόπο.

Παράλληλα, η σημερινή (δεινή) συγκυρία έχει τροποποιήσει σε μεγάλο βαθμό το εννοιολογικό φορτίο του «πολιτικού κόστους», προσφέροντας επαρκές άλλοθι στους κρατούντες να προβούν σε διαρθρωτικές αλλαγές και να σπάσουν αποστήματα δεκαετιών που κρατούν δέσμια την χώρα. Αλλά και η πολυαναμενόμενη συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί παρά να επισπεύσθηκε από την παρούσα συγκυρία. Σε μια εποχή που ο ιστορικός χρόνος έχει πυκνώσει όσο ποτέ άλλοτε, παρωχημένοι θεσμοί και αποτυχείσες και χωρίς κοινωνικό έρεισμα συνταγματικές διατάξεις πρέπει να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν. Στο πλαίσιο αυτό, η τροποποίηση του άρθρου 86 περί ευθύνης Υπουργών αλλά και ο εξορθολογισμός των σχετικών με την διενέργεια πρόωρων εκλογών διατάξεων, χάριν επίτευξης πολιτικής σταθερότητας και προς αποφυγή ασκήσεως καιροσκοπικής αντιπολίτευσης, φαντάζουν επιβεβλημένοι.

Τέλος, οι πρωτοφανούς έντασης θυσίες των Ελλήνων πολιτών, που κατά καιρούς αναγνωρίζονται από επίσημα (θεσμικά) χείλη, προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην χώρα να ανακτήσει την χαμένη υπερηφάνεια της και να επαναπροσδιορίσει με σαφή πολιτική στόχευση και χωρίς φοβικά σύνδρομα την διεθνή θέση της. Η Ελλάδα πρέπει –επιτέλους- να βρει βηματισμό, να προσδώσει ελπίδα και όραμα στους Έλληνες, να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Ας είναι η πρωτοφανής αυτή συγκυρία το ερέθισμα και η αιτία.

* Ο Χρήστος Ι. Θεοδωρόπουλος, είναι δικηγόρος, LL.M., Μ.Δ.Ε., Αντιπρόεδρος Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version