ΚΑΒΑΛΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – Κ.Θ.Β.Ε – Θ.Ο.Κ. : «Αντιγόνη» στο Φεστιβάλ Φιλίππων

  Του Σοφοκλέους, βεβαίως, βεβαίως. Όπως και η προηγούμενη. Και η περσυνή και όλες οι πρότερες. Και το κοινό, αυτό που συρρέει στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων και στηρίζει κάθε χρόνο το ντόπιο Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ που γέννησαν φωτισμένα μυαλά, όπως του αρχαιολόγου Δημήτρη Λαζαρίδη ,  του  φιλολόγου Χαράλαμπου Λαλένη , του  δασκάλου Σωκράτη Καραντινού  και θέσπισαν το  μεγαλύτερο  πολιτιστικό γεγονός της ευρύτερης περιοχής, το οποίο  ενηλικιώθηκε από τους επόμενους κι  οι σημερινοί υποστηρικτές του αγωνιζόμαστε να το κρατήσουμε σε υψηλό επίπεδο, αντάξιο εκείνου της Επιδαύρου κι ας υπολείπεται σε  διεθνή λάμψη και γοητεία. Οι παραστάσεις που φιλοξενούνται στο αρχαίο θέατρο  Φιλίππων, αυτές  οι ίδιες  γεμίζουν  και το κοίλο του αργολικού θεάτρου, πριν ή μετά την έλευσής τους εδώ.  

Κριτική απο τον Παύλο Λεμοντζή 

  Το Εθνικό Θέατρο, το Κ.Θ.Β.Ε. και ο Θ.Ο.Κ. ένωσαν δυνάμεις για πρώτη φορά στην ιστορία τους   κι ο καταξιωμένος  σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός- καλλιτεχνικός  Διευθυντής του Εθνικού-  επέλεξε την «Αντιγόνη», κορυφαίο έργο του Σοφοκλή,  με τη σκέψη να συνδυάσει την παρουσίασή του με την συνύπαρξη στη σκηνή τριών γενιών ηθοποιών. Πριν από λίγες εβδομάδες παρουσιάστηκε η «Αντιγόνη» από την «5η Εποχή Τέχνης » σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, παράσταση που και πέρυσι είδαμε στο Φεστιβάλ Φιλίππων  και φέτος την  τιμήσαμε, επομένως είναι νωπή η ιστορία  στο θυμικό μας.

  Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς  ποιητές μας, Σοφοκλή- Αισχύλο- Ευριπίδη,  πλούσιο υλικό για τη σύνθεση των τραγωδιών τους. Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε το 442 π.Χ.  κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Ο μύθος σε δυο σειρές:  η Αντιγόνη, παραβαίνοντας την απαγόρευση της πόλης, έθαψε τον αδερφό της  Πολυνείκη, πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και θανατώθηκε από τον βασιλιά  Κρέοντα, ο οποίος  την έκλεισε  τιμωρώντας την σε υπόγειο θάλαμο.  Ο γιος του  Αίμων, εξαιτίας του έρωτά του γι’  αυτήν,  χάνει τα λογικά του κι αυτοκτονεί. Με μαχαίρι κατά τον ποιητή, στην αγχόνη εδώ,  σκηνοθετική αδεία . Η μητέρα του Ευρυδίκη τον ακολουθεί απελπισμένη  στον θάνατο. 

  Η Αντιγόνη του Σοφοκλή συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών και σημαντικών διανοητών.  Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια τραγωδία που φέρει τον άνθρωπο στο κέντρο του ιστορικού του πεπρωμένου και τον καθιστά πρωταγωνιστή  του. Ωστόσο, κάθε φιλόσοφος επιχειρεί τη δική του ερμηνεία. Στο θέατρο,  κάθε σκηνοθέτης επιχειρεί τη δική του αντίληψη στη μεταφορά του κειμένου στη σκηνή , με τη σύμπραξη των άλλων συντελεστών και, οπωσδήποτε,  με τη μετάφραση  ως  γέφυρα ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Η της συγκεκριμένης παράστασης  είναι καινούργια  κι έγινε από τον Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος, δυστυχώς, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

  Στην ερώτηση: «ποια σκοπιμότητα ηθικοπολιτικής διερεύνησης των επίκαιρων ή διαχρονικών βιωμάτων μας μέσω της δυναμικής της Θεατρικής Τέχνης, θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογητική βάση για το ανέβασμα μιας σύγχρονης παράστασης της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε την απάντησή του με τη σκηνοθετική του γραμμή, τη σύγχρονη ματιά του,  τα δάνειά του από το Ρωσικό θέατρο στο οποίο έχει εντρυφήσει, τους συμβολισμούς και τις μεταφορές  κι έφερε  μιαν «άλλη»  «Αντιγόνη»  και, μάλιστα,  σε μια εποχή που η έννοια του αποστασιοποιημένου πολίτη κερδίζει έδαφος,  ενώ ο θεατής κλήθηκε να πάρει θέση καθήμενος νοερά στον οιονεί πολιτειακό θώκο τού συμβολιζόμενου διπτύχου της κούνιας-αγχόνης της παράστασης.    

  Με την είσοδό μας  αγκαλιάσαμε το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Λιτό και  συνάμα πολύπλευρο. Ξύλινη  ογκώδης εξέδρα που μετατρέπονταν σε  κούνια παιδικής χαράς, όταν η Αντιγόνη ( Αναστασία-Ραφαέλλα Κονίδη)  ξεκίνησε τον μονόλογό της ως αμέριμνο κορίτσι- μαχητική μαθήτρια με ποδιά ή σε παλάτι ή σε τόπο μαρτυρίου ως  διπλή  αγχόνη , σε μια ευφάνταστη σκηνή τραγικού τέλους. Κυκλικά στην ορχήστρα τοποθετήθηκαν ξύλινα παγκάκια που εξυπηρέτησαν  χορό και χαρακτήρες, άλλοτε ως  στασίδια πολιτών, άλλοτε ως βασιλική πολυθρόνα κι άλλοτε ως τοίχος ντροπής.

   Είδαμε μια  ρεαλιστική ανάγνωση  του κλασσικού κειμένου του Σοφοκλή σε φρέσκια και εξαιρετική μετάφραση του εκλιπόντος Δημήτρη Μαρωνίτη.   Καταλάβαμε ότι  η «Αντιγόνη»  είναι έργο πολιτικό , επειδή  η ελληνική τραγωδία είναι αδιανόητη χωρίς τον πολυεπίπεδο διάλογό της με την πόλη. Η τραγωδία κοιτά τους θεούς με τα μάτια του πολίτη. Δεν απιστεί με την έννοια της μοντέρνας αθεΐας αλλά κρίνει τον ίδιο το θεό και τους χρησμούς του. Εννοείται ότι άλλο το έργο «Αντιγόνη» και άλλο το πρόσωπο Αντιγόνη μέσα στο έργο. Όμως η επικίνδυνη γοητεία της Αντιγόνης έγκειται και στο ότι, όπως ο Άμλετ και ο Δον Κιχώτης, το πρόσωπο ξεχειλίζει με τη δύναμή του και μοιάζει όχι μόνο να οικειοποιείται το έργο ολόκληρο, αλλά και να πορεύεται σαν, κατά κάποιο τρόπο,  αυθύπαρκτο ον. Έτσι,  το πρόσωπο «Αντιγόνη» γίνεται μέσα στην εξέλιξη του έργου άκρως πολιτικό. Στον στίχο 541 ( που ενέπνευσε την Αντιγόνη του Ανούιγ) η Αντιγόνη αγνοεί την έμμεση προσφορά του Κρέοντα να την αθωώσει και αποδεχόμενη την πράξη της μεταβαίνει από το πεδίο της οικογένειας ( θάβω τον αδελφό μου) σε αυτό της πολιτικής ( αψηφώ την τυραννία). Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι και οι σκηνοθέτες από τον Χέγκελ μέχρι τον Χάϊντεγκερ και τον Καστοριάδη και από τον Μρέχτ ως το Λϊβιγκ Θήατερ συνέλαβαν το έργο και ως δραματική αντιπαράθεση της εξέγερσης προς το κράτος, παίρνοντας οι ίδιοι θέση υπέρ των αντιμαχομένων πλευρών. Αλλά ο ελληνικός λαός  είδε το ίδιο πράγμα πιο απλά, όταν σε ώρες σαν αυτή της Κατοχής, ονόμασε τόσα κορίτσια  «Αντιγόνες».

  Ο Στάθης Λιβαθινός, με μπόλικες περγαμηνές στο ενεργητικό του και σπουδαίος δάσκαλος στο θέατρο,  έχω την εντύπωση ότι προσπάθησε να καινοτομήσει με την ανάθεση  αυτού του ιδιαίτερου και πολυσύνθετου ρόλου σε μια νεαρή ηθοποιό, ίσως για να δώσει έμφαση στην παιδική αθωότητα  και στη συναισθηματική  φόρτιση  της ηρωίδας , σε βαθμό που να δικαιολογήσει την απείθεια στους ανθρώπινους  νόμους  και  να επιτρέψει την άγνοια κινδύνου.  Πιθανώς σε αυτό να οφείλεται και ο χορός των νεαρών κοριτσιών, που ατυχώς, δεν κατάφεραν  να δέσουν με τον αντίστοιχο χορό των γερόντων, με εξαίρεση τη σκηνή της προτροπής στον Κρέοντα να προλάβει το κακό αποφυλακίζοντας την Αντιγόνη.

   Από  την παράσταση , κατά την άποψή μου,  το ερέθισμα που θα έκανε τον θεατή να παρασυρθεί από το δράμα όλων των τραγικών προσώπων ήταν  ανεπαρκές. Αναφέρομαι στο μικρό ανάστημα της  ψυχής. Ούτε η  ζωντανή μουσική ούτε η συμβολή των εξαιρετικών ηθοποιών της παλιάς γενιάς (Καστανάς-Σκούντζου-Μπουσδούκος)  ούτε η τεχνική του Λιγνάδη με την εντυπωσιακή φωνή ούτε τα χορικά ούτε καν αυτός  ο εξαίσιος και αγαπημένος ύμνος στον έρωτα, κατάφεραν να συγκινήσουν  το κοινό, όπως θα ήθελα να το δω.  Το συναίσθημα στραγγαλίστηκε από τις  υπερβολικές φωνασκίες  ή τη ραθυμία των καθήμενων στα παγκάκια.  Πιθανώς , λοιπόν, να έφταιγαν οι αργοί ρυθμοί  ή τα κακόγουστα κοστούμια που δεν είχαν χαρακτήρα , φτωχή  αισθητική ούτε  είχαν συνοχή, έμοιαζαν  πρόχειρα , ασύνδετα κομμάτια που βρέθηκαν τυχαία, θαρρείς,   σ’ ένα μπαούλο και τα φόρεσε ένας περιοδεύων θίασος όπως λάχει, βιαστικά κι αψυχολόγητα, να περιφέρονται  στην ορχήστρα-πόλη των Θηβών,  άνθρωποι κουρελήδες αντάμα με  λευκό Τσεχωφικό  κοστούμι  , φιγούρες Ιταλών καραμπινιέρων  ως μουσικοί με τα χάλκινα, μαθήτριες σχολείου με κορίτσια του χορού ντυμένα  και χτενισμένα στη μόδα του μεσοπολέμου και με κορυφαίο ενδυματολογικό  ατόπημα το κοστούμι παραλίας  του βασιλικού γόνου  Αίμωνα, που  θα το έλεγες και γελοίο. Πιθανώς, ακόμη,   να έφταιγε η ανομοιογένεια του  χορού (γερόντων- κορασίδων) που κραύγαζε ως λάθος.  Αδυνατώ να εξηγήσω γιατί ο σκηνοθέτης δέχτηκε την πρόταση της ενδυματολόγου, η οποία εμφανώς και αδικαιολόγητα αποδόμησε το κείμενο, αφού ο  οπτικός αποπροσανατολισμός των θεατών  από τη ροή του λόγου ήταν αναπόφευκτος.

   Ασφαλώς υπήρχαν καλά σημεία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών και των τριών  φορέων – έτσι όπως καθοδηγήθηκαν από τη σκηνοθετική γραμμή- εντυπωσίασαν , όμως αδικήθηκαν τα  νεαρά κορίτσια που συνέθεσαν τον γυναικείο χορό με τα παράταιρα χορικά, τις τσιριχτές φωνές και τα χάχανα και, τέλος,  η Μπέτυ Αρβανίτη έδωσε έναν ενδιαφέροντα τυφλό  Τειρεσία, μακριά από τη  γέρικη φιγούρα με τη μαγκούρα που συνηθίσαμε να βλέπουμε ή το αφόρητο κλισέ με το αναπηρικό καροτσάκι. Η έμπειρη ηθοποιός είχε ένταση και συναισθηματικούς ελιγμούς , άρεσε και χειροκροτήθηκε δικαίως. Η ευρηματική  σκηνή της πρωτοεμφάνισης του Κρέοντα με τα δυο σακάκια –απομεινάρια των νεκρών αδερφών,   εντυπωσιακή,  όπως  και  ο διάλογος- καρφί  Αντιγόνης –Κρέοντα  : «-έχω γεννηθεί για ν’ αγαπώ» – « αγαπήσου τότε»,  ερμηνεύτηκε από το πλήθος  ποικιλότροπα κι αυτή η ενασχόληση του κοινού με μια σειρά ήταν επίτευγμα.

  Εν πολλοίς, επρόκειτο για μια παράσταση ιδιαίτερη, σαφώς νέα εμπειρία, αλλά δε νομίζω ότι θα τη θυμόμαστε και του χρόνου.

Συντελεστές:
Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης 
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός 
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου 
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου 
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός 
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου 
Χορογραφία: Πολίν Ουγκέ 
Παίζουν:

Μπέτυ Αρβανίτη, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Κώστας Καστανάς, Αντώνης Κατσαρής, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μαρία Κωνσταντά, Δημήτρης Λιγνάδης , Βασίλης Μαγουλιώτης, Νίκος Μπουσδούκος, Αστέρης Πελτέκης, Μαρία Σκούντζου, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Στέλα Φυρογένη, Αντωνία Χαραλάμπους, Γιάννης Χαρίσης Μουσικοί επί σκηνής: Κλαρινέτο: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης/Κώστας Τζέκος, Κόρνο: Γιάννης Γούναρης/Μάνος Βεντούρας, Τρομπόνι: Γιάννης Καϊκης/Σπύρος Βέργης.

 

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ – Κ.Θ.Β.Ε – Θ.Ο.Κ. | «Αντιγόνη» στο Φεστιβάλ Φιλίππων

  Του Σοφοκλέους, βεβαίως, βεβαίως. Όπως και η προηγούμενη. Και η περσυνή και όλες οι πρότερες. Και το κοινό, αυτό που συρρέει στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων και στηρίζει κάθε χρόνο το ντόπιο Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ που γέννησαν φωτισμένα μυαλά, όπως του αρχαιολόγου Δημήτρη Λαζαρίδη ,  του  φιλολόγου Χαράλαμπου Λαλένη , του  δασκάλου Σωκράτη Καραντινού  και θέσπισαν το  μεγαλύτερο  πολιτιστικό γεγονός της ευρύτερης περιοχής, το οποίο  ενηλικιώθηκε από τους επόμενους κι  οι σημερινοί υποστηρικτές του αγωνιζόμαστε να το κρατήσουμε σε υψηλό επίπεδο, αντάξιο εκείνου της Επιδαύρου κι ας υπολείπεται σε  διεθνή λάμψη και γοητεία. Οι παραστάσεις που φιλοξενούνται στο αρχαίο θέατρο  Φιλίππων, αυτές  οι ίδιες  γεμίζουν  και το κοίλο του αργολικού θεάτρου, πριν ή μετά την έλευσής τους εδώ.  

Κριτική απο τον Παύλο Λεμοντζή 

  Το Εθνικό Θέατρο, το Κ.Θ.Β.Ε. και ο Θ.Ο.Κ. ένωσαν δυνάμεις για πρώτη φορά στην ιστορία τους   κι ο καταξιωμένος  σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός- καλλιτεχνικός  Διευθυντής του Εθνικού-  επέλεξε την «Αντιγόνη», κορυφαίο έργο του Σοφοκλή,  με τη σκέψη να συνδυάσει την παρουσίασή του με την συνύπαρξη στη σκηνή τριών γενιών ηθοποιών. Πριν από λίγες εβδομάδες παρουσιάστηκε η «Αντιγόνη» από την «5η Εποχή Τέχνης » σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, παράσταση που και πέρυσι είδαμε στο Φεστιβάλ Φιλίππων  και φέτος την  τιμήσαμε, επομένως είναι νωπή η ιστορία  στο θυμικό μας.

  Η γενιά των Λαβδακιδών, που βασίλεψε στη Θήβα, έδωσε και στους τρεις μεγάλους τραγικούς  ποιητές μας, Σοφοκλή- Αισχύλο- Ευριπίδη,  πλούσιο υλικό για τη σύνθεση των τραγωδιών τους. Η Αντιγόνη είναι το δεύτερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή. Το δίδαξε το 442 π.Χ.  κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Ο μύθος σε δυο σειρές:  η Αντιγόνη, παραβαίνοντας την απαγόρευση της πόλης, έθαψε τον αδερφό της  Πολυνείκη, πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και θανατώθηκε από τον βασιλιά  Κρέοντα, ο οποίος  την έκλεισε  τιμωρώντας την σε υπόγειο θάλαμο.  Ο γιος του  Αίμων, εξαιτίας του έρωτά του γι’  αυτήν,  χάνει τα λογικά του κι αυτοκτονεί. Με μαχαίρι κατά τον ποιητή, στην αγχόνη εδώ,  σκηνοθετική αδεία . Η μητέρα του Ευρυδίκη τον ακολουθεί απελπισμένη  στον θάνατο. 

  Η Αντιγόνη του Σοφοκλή συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών και σημαντικών διανοητών.  Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια τραγωδία που φέρει τον άνθρωπο στο κέντρο του ιστορικού του πεπρωμένου και τον καθιστά πρωταγωνιστή  του. Ωστόσο, κάθε φιλόσοφος επιχειρεί τη δική του ερμηνεία. Στο θέατρο,  κάθε σκηνοθέτης επιχειρεί τη δική του αντίληψη στη μεταφορά του κειμένου στη σκηνή , με τη σύμπραξη των άλλων συντελεστών και, οπωσδήποτε,  με τη μετάφραση  ως  γέφυρα ανάμεσα στο τότε και το σήμερα. Η της συγκεκριμένης παράστασης  είναι καινούργια  κι έγινε από τον Δημήτρη Μαρωνίτη, ο οποίος, δυστυχώς, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή.

  Στην ερώτηση: «ποια σκοπιμότητα ηθικοπολιτικής διερεύνησης των επίκαιρων ή διαχρονικών βιωμάτων μας μέσω της δυναμικής της Θεατρικής Τέχνης, θα μπορούσε να αποτελέσει δικαιολογητική βάση για το ανέβασμα μιας σύγχρονης παράστασης της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε την απάντησή του με τη σκηνοθετική του γραμμή, τη σύγχρονη ματιά του,  τα δάνειά του από το Ρωσικό θέατρο στο οποίο έχει εντρυφήσει, τους συμβολισμούς και τις μεταφορές  κι έφερε  μιαν «άλλη»  «Αντιγόνη»  και, μάλιστα,  σε μια εποχή που η έννοια του αποστασιοποιημένου πολίτη κερδίζει έδαφος,  ενώ ο θεατής κλήθηκε να πάρει θέση καθήμενος νοερά στον οιονεί πολιτειακό θώκο τού συμβολιζόμενου διπτύχου της κούνιας-αγχόνης της παράστασης.    

  Με την είσοδό μας  αγκαλιάσαμε το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Λιτό και  συνάμα πολύπλευρο. Ξύλινη  ογκώδης εξέδρα που μετατρέπονταν σε  κούνια παιδικής χαράς, όταν η Αντιγόνη ( Αναστασία-Ραφαέλλα Κονίδη)  ξεκίνησε τον μονόλογό της ως αμέριμνο κορίτσι- μαχητική μαθήτρια με ποδιά ή σε παλάτι ή σε τόπο μαρτυρίου ως  διπλή  αγχόνη , σε μια ευφάνταστη σκηνή τραγικού τέλους. Κυκλικά στην ορχήστρα τοποθετήθηκαν ξύλινα παγκάκια που εξυπηρέτησαν  χορό και χαρακτήρες, άλλοτε ως  στασίδια πολιτών, άλλοτε ως βασιλική πολυθρόνα κι άλλοτε ως τοίχος ντροπής.

   Είδαμε μια  ρεαλιστική ανάγνωση  του κλασσικού κειμένου του Σοφοκλή σε φρέσκια και εξαιρετική μετάφραση του εκλιπόντος Δημήτρη Μαρωνίτη.   Καταλάβαμε ότι  η «Αντιγόνη»  είναι έργο πολιτικό , επειδή  η ελληνική τραγωδία είναι αδιανόητη χωρίς τον πολυεπίπεδο διάλογό της με την πόλη. Η τραγωδία κοιτά τους θεούς με τα μάτια του πολίτη. Δεν απιστεί με την έννοια της μοντέρνας αθεΐας αλλά κρίνει τον ίδιο το θεό και τους χρησμούς του. Εννοείται ότι άλλο το έργο «Αντιγόνη» και άλλο το πρόσωπο Αντιγόνη μέσα στο έργο. Όμως η επικίνδυνη γοητεία της Αντιγόνης έγκειται και στο ότι, όπως ο Άμλετ και ο Δον Κιχώτης, το πρόσωπο ξεχειλίζει με τη δύναμή του και μοιάζει όχι μόνο να οικειοποιείται το έργο ολόκληρο, αλλά και να πορεύεται σαν, κατά κάποιο τρόπο,  αυθύπαρκτο ον. Έτσι,  το πρόσωπο «Αντιγόνη» γίνεται μέσα στην εξέλιξη του έργου άκρως πολιτικό. Στον στίχο 541 ( που ενέπνευσε την Αντιγόνη του Ανούιγ) η Αντιγόνη αγνοεί την έμμεση προσφορά του Κρέοντα να την αθωώσει και αποδεχόμενη την πράξη της μεταβαίνει από το πεδίο της οικογένειας ( θάβω τον αδελφό μου) σε αυτό της πολιτικής ( αψηφώ την τυραννία). Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι και οι σκηνοθέτες από τον Χέγκελ μέχρι τον Χάϊντεγκερ και τον Καστοριάδη και από τον Μρέχτ ως το Λϊβιγκ Θήατερ συνέλαβαν το έργο και ως δραματική αντιπαράθεση της εξέγερσης προς το κράτος, παίρνοντας οι ίδιοι θέση υπέρ των αντιμαχομένων πλευρών. Αλλά ο ελληνικός λαός  είδε το ίδιο πράγμα πιο απλά, όταν σε ώρες σαν αυτή της Κατοχής, ονόμασε τόσα κορίτσια  «Αντιγόνες».

  Ο Στάθης Λιβαθινός, με μπόλικες περγαμηνές στο ενεργητικό του και σπουδαίος δάσκαλος στο θέατρο,  έχω την εντύπωση ότι προσπάθησε να καινοτομήσει με την ανάθεση  αυτού του ιδιαίτερου και πολυσύνθετου ρόλου σε μια νεαρή ηθοποιό, ίσως για να δώσει έμφαση στην παιδική αθωότητα  και στη συναισθηματική  φόρτιση  της ηρωίδας , σε βαθμό που να δικαιολογήσει την απείθεια στους ανθρώπινους  νόμους  και  να επιτρέψει την άγνοια κινδύνου.  Πιθανώς σε αυτό να οφείλεται και ο χορός των νεαρών κοριτσιών, που ατυχώς, δεν κατάφεραν  να δέσουν με τον αντίστοιχο χορό των γερόντων, με εξαίρεση τη σκηνή της προτροπής στον Κρέοντα να προλάβει το κακό αποφυλακίζοντας την Αντιγόνη.

   Από  την παράσταση , κατά την άποψή μου,  το ερέθισμα που θα έκανε τον θεατή να παρασυρθεί από το δράμα όλων των τραγικών προσώπων ήταν  ανεπαρκές. Αναφέρομαι στο μικρό ανάστημα της  ψυχής. Ούτε η  ζωντανή μουσική ούτε η συμβολή των εξαιρετικών ηθοποιών της παλιάς γενιάς (Καστανάς-Σκούντζου-Μπουσδούκος)  ούτε η τεχνική του Λιγνάδη με την εντυπωσιακή φωνή ούτε τα χορικά ούτε καν αυτός  ο εξαίσιος και αγαπημένος ύμνος στον έρωτα, κατάφεραν να συγκινήσουν  το κοινό, όπως θα ήθελα να το δω.  Το συναίσθημα στραγγαλίστηκε από τις  υπερβολικές φωνασκίες  ή τη ραθυμία των καθήμενων στα παγκάκια.  Πιθανώς , λοιπόν, να έφταιγαν οι αργοί ρυθμοί  ή τα κακόγουστα κοστούμια που δεν είχαν χαρακτήρα , φτωχή  αισθητική ούτε  είχαν συνοχή, έμοιαζαν  πρόχειρα , ασύνδετα κομμάτια που βρέθηκαν τυχαία, θαρρείς,   σ’ ένα μπαούλο και τα φόρεσε ένας περιοδεύων θίασος όπως λάχει, βιαστικά κι αψυχολόγητα, να περιφέρονται  στην ορχήστρα-πόλη των Θηβών,  άνθρωποι κουρελήδες αντάμα με  λευκό Τσεχωφικό  κοστούμι  , φιγούρες Ιταλών καραμπινιέρων  ως μουσικοί με τα χάλκινα, μαθήτριες σχολείου με κορίτσια του χορού ντυμένα  και χτενισμένα στη μόδα του μεσοπολέμου και με κορυφαίο ενδυματολογικό  ατόπημα το κοστούμι παραλίας  του βασιλικού γόνου  Αίμωνα, που  θα το έλεγες και γελοίο. Πιθανώς, ακόμη,   να έφταιγε η ανομοιογένεια του  χορού (γερόντων- κορασίδων) που κραύγαζε ως λάθος.  Αδυνατώ να εξηγήσω γιατί ο σκηνοθέτης δέχτηκε την πρόταση της ενδυματολόγου, η οποία εμφανώς και αδικαιολόγητα αποδόμησε το κείμενο, αφού ο  οπτικός αποπροσανατολισμός των θεατών  από τη ροή του λόγου ήταν αναπόφευκτος.

   Ασφαλώς υπήρχαν καλά σημεία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών και των τριών  φορέων – έτσι όπως καθοδηγήθηκαν από τη σκηνοθετική γραμμή- εντυπωσίασαν , όμως αδικήθηκαν τα  νεαρά κορίτσια που συνέθεσαν τον γυναικείο χορό με τα παράταιρα χορικά, τις τσιριχτές φωνές και τα χάχανα και, τέλος,  η Μπέτυ Αρβανίτη έδωσε έναν ενδιαφέροντα τυφλό  Τειρεσία, μακριά από τη  γέρικη φιγούρα με τη μαγκούρα που συνηθίσαμε να βλέπουμε ή το αφόρητο κλισέ με το αναπηρικό καροτσάκι. Η έμπειρη ηθοποιός είχε ένταση και συναισθηματικούς ελιγμούς , άρεσε και χειροκροτήθηκε δικαίως. Η ευρηματική  σκηνή της πρωτοεμφάνισης του Κρέοντα με τα δυο σακάκια –απομεινάρια των νεκρών αδερφών,   εντυπωσιακή,  όπως  και  ο διάλογος- καρφί  Αντιγόνης –Κρέοντα  : «-έχω γεννηθεί για ν’ αγαπώ» – « αγαπήσου τότε»,  ερμηνεύτηκε από το πλήθος  ποικιλότροπα κι αυτή η ενασχόληση του κοινού με μια σειρά ήταν επίτευγμα.

  Εν πολλοίς, επρόκειτο για μια παράσταση ιδιαίτερη, σαφώς νέα εμπειρία, αλλά δε νομίζω ότι θα τη θυμόμαστε και του χρόνου.

Συντελεστές:
Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης 
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός 
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου 
Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου 
Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός 
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου 
Χορογραφία: Πολίν Ουγκέ 
Παίζουν:

Μπέτυ Αρβανίτη, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Κώστας Καστανάς, Αντώνης Κατσαρής, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μαρία Κωνσταντά, Δημήτρης Λιγνάδης , Βασίλης Μαγουλιώτης, Νίκος Μπουσδούκος, Αστέρης Πελτέκης, Μαρία Σκούντζου, Ευτυχία Σπυριδάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Στέλα Φυρογένη, Αντωνία Χαραλάμπους, Γιάννης Χαρίσης Μουσικοί επί σκηνής: Κλαρινέτο: Αλέξανδρος Μιχαηλίδης/Κώστας Τζέκος, Κόρνο: Γιάννης Γούναρης/Μάνος Βεντούρας, Τρομπόνι: Γιάννης Καϊκης/Σπύρος Βέργης.

 

ΠΑΥΛΟΣ  ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version