ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ΕΕ πληρώνει 7.000 ευρώ το… δευτερόλεπτο στη Ρωσία για ενέργεια

Η ΕΕ πληρώνει 7.000 ευρώ το… δευτερόλεπτο στη Ρωσία για ενέργεια

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία; Αυτή είναι η θέση που κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση εδώ και εβδομάδες. Πόσα χρήματα ρίχνει η ΕΕ στα πολεμικά ταμεία της Ρωσίας; Οι ειδικοί υποθέτουν περίπου 7.000 ευρώ το δευτερόλεπτο!

Η ΕΕ εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο και το πετρέλαιο και με δεδομένο ότι, λόγω της άρνησης κυρίως της Γερμανίας, δεν μπορεί να συμφωνήσει σε ενεργειακό εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια, το Κρεμλίνο είναι σίγουρο για τις μελλοντικές πληρωμές από την Ευρώπη.

Η ΕΕ «γεμίζει το σεντούκι του Πούτιν»

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και ο Καναδάς έχουν επιβάλει εμπάργκο ή μέτρα σταδιακής κατάργησης της όποιας εξάρτησής τους από τη ρωσική ενέργεια. Ωστόσο, ένας πολύ πιο σημαντικός πελάτης ενέργειας παραμένει πιστός στη Μόσχα: η ΕΕ, ως ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικών πρώτων υλών, θα συνεχίσει να εισάγει φυσικό αέριο, πετρέλαιο και, προς το παρόν, άνθρακα από τη Ρωσία. «Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα γεμίζει το πολεμικό σεντούκι της Ρωσίας», λέει ο Επίτροπος της ΕΕ για το Περιβάλλον, Βιρτζίνιους Σινκεβίτσιους.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, τα έσοδα από τις παγκόσμιες εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιπροσώπευαν σχεδόν το μισό του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού το 2021.

«Δεν γνωρίζουμε πόσα χρήματα ακριβώς έχει λάβει η Ρωσία από την ΕΕ από την αρχή του πολέμου, επειδή δεν γνωρίζουμε τις συνθήκες», λέει πάντως ο Γκέοργκ Τσάχμαν, σε συνέντευξή του στο γερμανικό δίκτυο ntv.  Οι προμήθειες φυσικού αερίου βασίζονται κυρίως σε μακροπρόθεσμες συμβάσεις μεταξύ του ενεργειακού ομίλου Gazprom και ευρωπαϊκών εταιρειών όπως η Uniper, η EnBW και η Wingas. Μόνο οι ευρωπαϊκές εταιρείες και οι εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας γνωρίζουν τους όρους της σύμβασης. «Αυτό που μπορούμε να παρατηρήσουμε όμως πολύ καλά είναι οι ποσότητες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα που παραδίδονται από τη Ρωσία στην Ευρώπη», εξηγεί ο ειδικός στον κλάδο της ενέργειας. Προσθέτει ότι «τους  τελευταίους μήνες παρατηρήσαμε μια κίνηση ζιγκ-ζαγκ στις παραδόσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη». Ο λόγος για αυτό θα μπορούσε να είναι ότι οι τιμές στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια συνδέονται μερικές φορές με τη χρηματιστηριακή τιμή του προηγούμενου μήνα. Έτσι, εάν οι τιμές συναλλάγματος αυξηθούν πολύ απότομα σε ένα μήνα, οι πελάτες με μακροπρόθεσμα συμβόλαια αποσύρουν μια ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα φυσικού αερίου στην τότε σχετικά φθηνότερη τιμή του προηγούμενου μήνα. «Έχουν αυτή τη μηνιαία ευελιξία εντός του συμφωνηθέντος ετήσιου όγκου».

Οι ερευνητές του Bruegel πολλαπλασίασαν την αξία των πρώτων υλών, που αποτελούν ένα συστατικό των τιμών, με την ποσότητα φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα που εισάγεται και κατέληξαν  στο συμπέρασμα ότι  «22 έως 23 δισεκατομμύρια ευρώ εξήχθησαν από την ΕΕ στη Ρωσία τον πρώτο μήνα του πολέμου». Το ποσό αυτό είναι τετραπλάσιο από την οικονομική βοήθεια της ΕΕ στην Ουκρανία την ίδια περίοδο.

Μόνο η Γερμανία μεταφέρει περίπου 200 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα στη Ρωσία για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες, δηλαδή 5,6 δισ. ευρώ τον μήνα. Περίπου το 55% του εισαγόμενου φυσικού αερίου στη χώρα προέρχεται άλλωστε από τη Ρωσία.

Η γερμανική βιομηχανία και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων εξαρτώνται από τη ρωσική ενέργεια, λέει ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο αντιτίθεται σθεναρά σε ένα άμεσο ευρωπαϊκό εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια. «Το περασμένο καλοκαίρι, η Ρωσία άρχισε να ανεβάζει την πίεση» εξηγεί ο Τσάχμαν. Σε αντίθεση με τις πωλήσεις που συνηθίζονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι όγκοι φυσικού αερίου δεν προσφέρονταν πλέον στις βραχυπρόθεσμες αγορές ή μέσω της θυγατρικής της Gazprom, αλλά εξυπηρετούνταν μόνο με μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Το αποτέλεσμα: οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου της Ευρώπης να αδειάζουν, η ζήτηση να αυξάνεται  – και μαζί και η τιμή. «Εκείνη την εποχή, υποπτευόμασταν ότι η Ρωσία ήθελε να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη και την έναρξη λειτουργίας του Nord Stream 2», λέει ο οικονομολόγος του Bruegel. «Αλλά μετά ήρθαν οι αποστολές στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία και χτύπησε καμπανάκι για την αλλαγή της εξαγωγικής πολιτικής της Μόσχας».

Οι αξιολογήσεις του Bruegel δείχνουν ότι η ποσότητα του εισαγόμενου αερίου αυξήθηκε σημαντικά στην αρχή της εισβολής και μόλις τώρα, δύο μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, πέφτει ξανά στα προπολεμικά επίπεδα. Αυτό ανεβάζει την τιμή. Οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα υψηλά κέρδη της Μόσχας σε συνάλλαγμα συμβάλλουν στη σταθεροποίηση του ρουβλίου, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το Κρεμλίνο. «Εάν η Ρωσία δεν χρειαζόταν επειγόντως τα χρήματα, πιθανότατα θα είχε κλείσει τη Βάνα του φυσικού αερίου στην Ευρώπη εδώ και πολύ καιρό» εκτιμά ο Τσάχμαν.

Πηγη: m.naftemporiki.gr

ΑπάντησηΑκύρωση απάντησης

Exit mobile version