Μία άλλη προσέγγιση αναφέρει ότι η μείωση της ανεργίας είναι εν μέρει αποτέλεσμα της μείωσης του εργατικού δυναμικού, λόγω εξωτερικής μετανάστευσης και της πτώσης των γεννήσεων. Παρότι η απασχόληση έχει αυξηθεί από το 2014 και μετά, οι συνολικές θέσεις εργασίας το 2023 παραμένουν σημαντικά λιγότερες σε σύγκριση με το 2008, και η Ελλάδα καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ, με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης σε γυναίκες και νέους. Επίσης, η χώρα βρίσκεται στην πρώτη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μακροχρόνια ανεργία, στοιχείο που αποκαλύπτει σοβαρές δυσκολίες στην επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, όπως αναφέρουν αρκετοί αναλυτές, το χαμηλό επίπεδο κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, οφείλεται στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων της τελευταίας δεκαετίας. Η αποδυνάμωση των συνδικάτων και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας έχουν οδηγήσει στην ελαστικοποίηση των συνθηκών εργασίας και στην επιβολή δυσμενών ρυθμίσεων, όπως δεκάωρη εργασία με ατομική σύμβαση, εξαήμερη εργασία και αύξηση του αριθμού των νόμιμων υπερωριών, ενισχύοντας έτσι τις ήδη ανισομερείς συνθήκες στην αγορά εργασίας.

Παράλληλα, ειδική αναφορά γίνεται στη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, καθώς το 2023 ο μέσος ετήσιος μισθός ήταν 23% χαμηλότερος σε σύγκριση με το 2009. Αφού οι μισθοί επλήγησαν σοβαρά κατά την περίοδο των μνημονίων, ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιφέροντας παράλληλα αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των επιχειρήσεων, εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης της αγοράς και της έλλειψης κρατικής παρέμβασης για τον έλεγχο των τιμών. Το μερίδιο των μισθών στο συνολικό εισόδημα μειώθηκε από το 52% στο 48% κατά την περίοδο 2021-2023.

Τέλος, να σημειωθεί ότι αρκετοί επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το σημερινό μοντέλο εργασίας στην Ελλάδα δεν είναι κοινωνικά ούτε οικονομικά βιώσιμο. Εξέφρασαν την άποψη ότι είναι απαραίτητη μια βαθιά αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου εργασιακών σχέσεων, ώστε να εξασφαλιστούν καλύτερες συνθήκες για τους εργαζομένους, με αυξημένες αμοιβές και βελτίωση των όρων εργασίας.