Ο θρύλος της ροκ και της κιθάρας Τζίμι Χέντριξ, υποκλίθηκε στον Μανώλη Χιώτη. Τι συνέβη όταν γνωρίστηκαν και τα είπαν από κοντά. Η στιγμή που ο Χιώτης συμφιλίωσε Κάλλας και Γκρέις Κέλι (Pics)
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τη μοναδική συνάντηση του Mανώλη Χιώτη με τον Τζίμι Χέντριξ στο Σικάγο. Εκεί ο παγκόσμιας φήμης κιθαρίστας είδε τον Έλληνα συνθέτη να διατρέχει με εντυπωσιακή ταχύτητα το τάστο της κιθάρας. Ο ήχος του ήταν καθαρός και αυθεντικός. Η Μαίρη Λίντα θυμόταν ότι μιλούσαν αρκετά για τη μουσική και τα μυστικά της.
Έτσι θυμάται η Μαίρη Λίντα τον Hendrix, όταν συναντήθηκε με τον Χιώτη και του εξέφρασε το θαυμασμό για το μπουζούκι και το παίξιμό του.
Ο Χέντριξ είχε εντυπωσιαστεί από τη δεξιοτεχνία του Χιώτη και μαγεύτηκε από τον ήχο της κιθάρας, αλλά κυρίως του μπουζουκιού του. Αργότερα δήλωσε στα τοπικά μέσα ότι ο Χιώτης είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο. Όντως ο Χιώτης εντυπωσίαζε τους ειδικούς, καθώς ήταν ένα σπάνιο μουσικό φαινόμενο.
Η συμφιλίωση της Κάλλας με την Γκρέις Κέλι
Ο Έλληνας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού έπαιξε μπροστά σε αρχηγούς χωρών και σημαντικές προσωπικότητες της εποχή, ενώ κλήθηκε από τον Λευκό Οίκο να τραγουδήσει στα γενέθλια του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον. Επιπλέον η μουσική του κατάφερε να «κατευνάσει τα πνεύματα» μεταξύ Κάλλας και Γκρέις Κέλι, την εποχή της μεγάλης κόντρας Ωνάση και πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό.
Απόδειξη; Η φωτογραφία στην οποία βλέπουμε τις δύο μεγάλες κυρίες μαζί να χαμογελούν.
Απόκομμα από τον τύπο της εποχής. Τότε στην Ελλάδα ο Χέντριξ ήταν γνωστός μόνο στους λίγους φίλους του χάρντ ροκ και η ηλεκτρική κιθάρα για τους περισότερους ήταν συνώνυμο της … ηλεκτροπληξίας.
Η επιρροή της Αμερικής
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1921, ο Μανώλης Χιώτης έδειξε μεγάλη αγάπη για τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία, μαθαίνοντας κιθάρα, βιολί, ούτι και μπουζούκι. Μόλις στα 15 του χρόνια άρχισε να εργάζεται στην Αθήνα ως επαγγελματίας μουσικός. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου φεύγει για την Αμερική, όπου γνωρίζει τη λάτιν, την τζαζ και τη ροκ μουσική. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα έβαλε πολλά στοιχεία από τις ξένες μουσικές στις δικές του λαϊκές συνθέσεις.
Έτσι δημιούργησε έναν νέο ήχο για τα ελληνικά δεδομένα, που θα προκαλέσει αρχικά την αντίδραση των άλλων μεγάλων ρεμπετών της εποχής, όπως ήταν ο Τσιτσάνης. Επιπλέον συνειδητοποιεί πως το κλασσικό τρίχορδο μπουζούκι δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, καθώς χρειάζεται περισσότερες οκτάβες και είναι ο πρώτος που θα χρησιμοποιήσει το «τετράχορδο μπουζούκι», το οποίο όμως λέγεται πως προϋπήρχε. Αν και στα χέρια του Χιώτη έγινε ένα μαγικό όργανο.
Μια περιπετειώδης ζωή
Η προσωπική ζωή Στην προσωπική του ζωή υπήρξε τόσο ανατρεπτικός και αντισυμβατικός όσο και στη μουσική του. Πρώτη του γυναίκα υπήρξε η Ζωή Νάχη, την οποία απήγαγε όταν εκείνη ήταν ακόμη 14 ετών. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά. Ωστόσο, ο δεύτερος γάμος του είναι εκείνος που θα γράψει ιστορία και θα σημαδέψει το ελληνικό τραγούδι. Πρόκειται φυσικά για τη Μαίρη Λίντα, η οποία ήταν επίσης ανήλικη όταν τη γνώρισε ο Χιώτης. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το ζευγάρι να ερωτευτεί πολύ και να δέσει με τέτοιο τρόπο στη σκηνή που θα μείνει αξέχαστος. Το αχτύπητο δίδυμο θα κυριαρχήσει στην ελληνική μουσική σκηνή μέχρι το ’66, οπότε και θα χωρίσουν μετά από 7 χρόνια γάμου.
Τρίτη του σύζυγος θα γίνει η Μπέμπα Κυριακίδου, με την οποία θα κάνει τις τελευταίες του εμφανίσεις και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Χιώτης ίσως να έμενε στην ιστορία απλά και μόνο, ως ακόμη ένας ταλαντούχος συνθέτης του τότε παρεξηγημένου μπουζουκιού.
Όμως όλα θα αλλάξουν το 1961, όταν ο Χιώτης θα παρουσιάσει ως σολίστ τον «Επιτάφιο» του Μίκυ Θοδωράκη, στο θέατρο «Κεντρικόν» με τις φωνές του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και φυσικά της Μαίρης Λίντα. Μαζί με τον Ζαμπέτα και τον Τσιτσάνη είχε βάλει το μπουζούκι όχι μόνο στα «σαλόνια», αλλά και στο λεγόμενο πολιτικό τραγούδι.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρήθηκε από τον καρκίνο. Έφυγε την ημέρα των γενεθλίων του, την 21η Μαρτίου του 1970. Ήταν μόλις 50 ετών.